Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

Μια 'Ατακτη Ηλιαχτίδα...


Χατζηαλεξάνδρου ΠάτροκλοςΜια 'Ατακτη Ηλιαχτίδα... (Παραμύθι Με Εικόνες)



    Μια χειμωνιάτικη μέρα χάραξε. Μια όμορφη, μικρή, σκανταλιάρα Ηλιαχτίδα...

     ...ξυπνώντας, το πρωΐ, θέλησε να γνωρίσει το κόσμο. Έτσι, σηκώθηκε πίσω από τα βουνά, έπαιξε λιγάκι μαζί τους, μα 'κείνα σοβαρά-σοβαρά, την αποπήρανε.
-"Δεν έχεις τίποτε άλλο να κάμεις μικρή κι άταχτη Ηλιαχτίδα"; της είπαν αυστηρά! "Δε βλέπεις που 'χουμε πολλή δουλειάΝα πας αλλού να παίξεις", τηνε διώξανε μοχθηρά.

     Εκείνη, αποκαρδιώμενη, μα δίχως να χάσει καιρό, κατέβηκε χαμηλότερα και βάλθηκε να παίζει κρυφτό μεσ' στα κλαριά των δέντρων...

      ...και στα καταγάλανα νερά της θάλασσας. Τα κλαριά την υποδεχτήκανε μ' ενθουσιασμό και πεινασμένα για το φως της. Αρχίσαν να κουνιώνται ελαφρά, με το αεράκι, σα να της εκλείνανε το μάτι. Η θάλασσα, την υποδέχτηκε ριγώντας:
-"Καλώς τη μικρούλα Ηλιαχτίδα... Τι έξοχο ξύπνημα αλήθεια! Έλα μικρή μου, να ζεστάνεις λιγάκι τα νερά μου. Καιρό είχαμε να δούμε Ήλιου φως, μεσ' στο γερο-Χειμώνα"! της είπε χαμογελαστή και κούνησε τα κύματά της, χαιρετώντας τη.
     Παίξανε για κάμποσο, μα η μικρή μας, ήθελε να γνωρίσει κι άλλα μέρη και πέταξε, μακρύτερα. Καθώς έφευγε, η θάλασσα τη παρακάλεσε να ξανάρθει κι εκείνη, το υποσχέθηκε γελαστά και ζεστά.

     Τριγυρνώντας, είδε μια γάτα, που παραφυλούσεν, ένα μικρό πουλάκι. Πήγε και τις ανακάτεψε τα μουστάκια, της γαργάλησε τ' αφτιά και της χάλασε το κυνήγι. Εκείνη, εκνευρισμένη, τίναξε τα νύχια της, μα η Ηλιαχτίδα μας ήτανε πολύ γοργή και της ξέφυγε...

     ...και βρήκε, ένα πολύ όμορφο μέρος, κάτω από 'να μεγάλο δέντρο, για να κυλιστεί. Το δέντρο, τη δέχτηκε σιωπηλά μα κούνησε, τα κλαδιά του, αποδοκιμάζοντας τα παιδιακίστικα της καμώματα. Εκείνη τότε του χαμογέλασε κι η θέρμη της, έφτασε μέχρι τις ρίζες που 'χανε παγώσει από το κρύο! Της χαμογέλασε κι εκείνο και τη προέτρεψε να προσέξει, γιατί μερικοί άνθρωποι είναι κακοί.
-"Και τι μπορούνε τάχα να μου κάνουνε"; το ρώτησε περήφανα!
-"Μπορούνε να σε βάλουν φυλακή" της είπεν αυστηρά, μα σταμάτησεν απότομα...

     Η μικρούλα, βρήκε μυστικό δρομάκι, κάπου σ' ένα μαγικό, κρυφό χωριό και το περπάτησε, χαιδεύοντας τα πάντα γύρω. Τα ζουζούνια αρχίσανε να τραγουδάνε. Γέμισε με φως κι ήχους τούτη η μακρινή γωνιά. Ευχαριστήσανε το μικρό φως με τη καρδιά τους και της συστήσανε να μείνει μακριά από τη Μεγάλη Πόλη! Η Ηλιαχτίδα μας, άλλη μια φορά δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να ταξιδεύει γρήγορα...

     ...και να που βρέθηκε στη Μεγάλη Πόλη, που της είχανε πει ν' αποφύγει. Σκαρφάλωσε στο βουναλάκι για να κοιτάξει κάτω και να διαπιστώσει, αν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Δεν είδε τίποτε το περίεργο. Τότε πέρα, είδε πάλι τη θάλασσα και σκέφτηκε να πάει να τη ρωτήσει...

     ...και νάτη να χρυσίζει την επιφάνεια της φίλης της. Ξεχάστηκεν όμως παίζοντας, χωρίς να ρωτήσει και χωρίς να προσέξει. Αυτό ήτανε μοιραίο, γιατί κάποιο ειδικό δίχτυ, για σκανταλιάρες ηλιαχτίδες, την έπιασε στα βρόχια του.

     Η μικρή μας φίλη, βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, με τη κατηγορία της ενοχλητικής κι άκαιρης παρουσίας της πάνω στη γη, χειμώνα-καιρό. Πολλοί είπανε μετά, πως ο ίδιος ο γερό-Χειμώνας, είχε βάλει να τη πιάσουνε, μα δεν εξακριβώθηκε κάτι τέτοιο μ' ατράνταχτες αποδείξεις.
     Μέσα στο κελί της, άρχισε να μαραζώνει, μέχρι που άκουσε μια ψιλή φωνή να της λέει:
-"Εϊ ψιτ, μικρή Ηλιαχτίδα... Εδώ, εδώ κοίτα στο νεροχύτη. Μπορείς να χωθείς μέσα και να σε πάω στη μητέρα μου";
-"Ποιός τι και πού είσαι; Βγές να σε δω" είπε τρομαγμένη και παραξενεμένη, η κρατούμενη.
-"Δε μπορώ να βγω, είμαι το νερό που κυλά, μέσα από την αποχέτευση. Μ' έστειλε η Μητέρα μου η Θάλασσα, να σε βοηθήσω να βγεις και να σ' οδηγήσω, κοντά της, ωστε να λευτερωθείς" είπε πάλι η φωνούλα.
-"Μήτε κι εγώ, μπορώ να ζήσω χωρίς τον Πατέρα μου, τον Ήλιο, για πολύ ώρα! 'Αρα δε μπορώ να περάσω από κει που λες, γιατί θα σβήσω για πάντα. Αν πάλι μείνω εδώ μέσα, όταν ο Πατέρας μου δύσει, πάλι θα χαθώ", είπεν όλο στεναχώρια...
-"Τότε δεν έχεις να χάσεις τίποτε. Ξέρω καλά τον πιο σύντομο δρόμο, κλείσε τα μάτια, κράτησε την αναπνοή και το φως σου για λιγάκι κι εγώ θα σε βγάλω από 'δω μέσα. Έχε μου εμπιστοσύνη κι η Μητέρα μου θα με σκοτώσει, αν δε σε πάω κοντά της..."

     Έτσι κι έγινε! Κράτησε την αναπνοή της όσο βάσταξε, κράτησε και το φως της κι ότι είχεν αρχίσει να σβήνει ...βγήκε στην επιφάνεια, απ' άλλο σημείο. Τι χαρά που 'καμεν αλήθεια! Η θάλασσα, έμεινεν ακίνητη για να την υποδεχτεί. Η σκανταλιάρα, τρομαγμένη πια, Ηλιαχτίδα, ευχαρίστησε το νεράκι και τη Μητέρα του και μόλις συνήλθε κάπως, βάλθηκε να παίζει με τη φιλενάδα της, με νέο κέφι...

     Έπαιξε με τις βαρκούλες που 'τανε πιο πέρα, κρυβότανε πίσω από το κάθε τι κι αγνόησε τις πρώτες προτροπές του Πατέρα της, που τη καλούσε κοντά του -αγνοώντας τι είχε συμβεί-, γιατί ήταν ώρα για ξεκούραση κι ύπνο.

     Η θάλασσα, άρχιζε να ριγά, από το κρύο, που 'ρχότανε με τη νύχτα κι η άτακτη κάθισε πάνω στα κυματάκια να κολυμπήσει... Ο Πατέρας της, τη ξαναφώναξε, αυστηρά...

     Εκείνη που ν' ακούσει... Έβλεπε πως είχε περιθώριο κι ήθελε να το εξαντλήσει ολάκερο. Η θάλασσα άρχισε να της θυμώνει κι η ταραχή της φάνηκε...

     Ο Πατέρας της, τη φώναξε δυνατά:
-"Έλα λοιπόν μικρή σκανταλιάρα. Δε μένει πολύς χρόνος ακόμα... έλα και θα σε μαλώσω..." και μαζί του ήρθε να προσθέσει κι η θάλασσα το μάλωμα:
-"'Αντε μικρή μου κι αύριο πάλι μέρα του Θεού είναι. Έρχεσαι ξανά να παίξουμε..." κι η μικρή είδε πια πως δεν είχεν άλλα περιθώρια κι έτρεξεν αμέσως κοντά στο Πατέρα της.

     Το ίδιο βράδυ, ανάψαμε τη σόμπα γιατί έκανε κρύο. Μαζευτήκαμε όλοι γύρω της κι αρχίσαμε να λέμε ιστορίες... Μια ψιλή φωνούλα, μας διέκοψε και τρομάξαμε όλοι μας:
-"Εϊ ... τι όμορφα που 'ναι 'δω! Μα... καθόλου Φως..." Κοιτάξαμε παντού κι η φωνή ερχόταν από τη σόμπα. Ίσως κανένα ξεχασμένο κομματάκι της μικρής άτακτης Ηλιαχτίδας, είχε ξεμείνει πίσω κι έφεγγε μέσα από 'κει, περιμένοντας ανυπόμονα να ξημερώσει και να τρέξει στο Μπαμπά της...
     Εκείνη τη νύχτα του γερο-Χειμώνα, καληνυχτιστήκαμε ζεστά κι είδαμε όμορφα όνειρα, μέχρι το πρωΐ...

Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Λαϊκό Παραμύθι



Η λέξη «μύθος» σημαίνει στοματικός λόγος, σήμερα όμως δηλώνει τον αφηγηματικό λόγο με θέμα μια εντυπωσιακή ιστορία, ίσως φανταστική, με ήρωες από την ιστορία, την ανθρώπινη κοινωνία ή και την κοινωνία των ζώων. Έτσι έχουμε μύθους για την κοσμογονία ή τους μύθους του Αισώπου. Στην Ελληνική λαογραφία, οι μύθοι έχουν αλληγορική σημασία και θέλουν να διδάξουν ή να παραδειγματίσουν. Οι πρωταγωνιστές μπορεί να είναι μόνο ζώα, ή μόνο άνθρωποι ή και άνθρωποι και ζώα.
Τα παραμύθια είναι οι λαϊκές διηγήσεις. Ότι είναι στη λογοτεχνία το μυθιστόρημα, είναι στη λαογραφία το παραμύθι. Είναι μεγάλοι περιπετειακοί μύθοι με κέντρο τον άνθρωπο και φανταστικά και μεταφυσικά στοιχεία όπως δράκους, μάγισσες και φτερωτά άλογα. Έτσι έχουμε τα μυθικά ή ξωτικά παραμύθια, τα διηγηματικά ή κοσμικά, τα θρησκευτικά η Συναξαρικά παραμύθια και τα ευτράπελα ή σατιρικά. Τα νεοελληνικά παραμύθια, ψυχαγώγησαν στους αιώνες της κλειστής ζωής του, το λαό.
Παράλληλα με τους μύθους και τα παραμύθια, θα βρούμε και τα αστειολογήματα ή αλλιώς τις ευτράπελες ιστορίες που σατίριζαν επαγγέλματα, χαρακτήρες, ή ειρωνεύονταν τρόπους: την ψευτιά, τη φιλαργυρία, την τεμπελιά, κλπ. ή ακόμα και την καταγωγή. Πριν ακόμα γίνουν γνωστά τα ανέκδοτα για τους Πόντιους, σειρά είχαν πάρει οι περισσότεροι νησιώτες π.χ. Κεφαλλονίτες και Χιώτες, οι κάτοικοι «αντίπαλων» χωριών, κλπ.. Μαζί με όλα αυτά, σας έχουμε και κάποια αινίγματα και παροιμίες, για να θυμηθούν οι παλιότεροι και να τα γνωρίσουν οι νέοι:

ü      Η νεράιδα και το μαντήλι της
Ήταν μια φορά ένας πολύ ωραίος νέος και πολλά κορίτσια ήθελαν να τον πάρουν άντρα, μα αυτός δεν ήθελε να πάρει καμία από τις γυναίκες του κόσμου, μόνο ήθελε να πάρει νεράιδα. Και οι νεράιδες τον ενοστιμεύονταν και πολλές φορές έρχονταν και το επείραζαν. Εδοκίμασε πολλές φορές να πλησιάσει καμία από δαύτες, αλλά ποτέ δεν το κατόρθωσε. Το λοιπόν, μια μέρα ρώτησε μια γριά μπαμπόγρια, τι πρέπει να κάνει για να πάρει μια απ’ τις νεράιδες γυναίκα. Και η γριά του είπε: «σαν έρθουν οι νεράιδες να σε πειράξουν και θα σου μιλούν, συ κοίταξε πως θα πάρεις μιανής το μαντήλι. Κι α’ θέλεις να μένει πάντα μαζί σου και να μη σου φύγει ποτέ, πρέπει να βάλεις το μαντήλι στο φούρνο και να το κάψεις. Αλλά μπορεί όμως και να πεθάνει από τη λύπη της αν το κάμεις αυτό. Για τούτο, το καλύτερο είναι να το κρύψεις. Μα να προσέχεις μη σε γελάσει και σου ξαναπάρει το μανήλι. Έτσι θα σ’ ακολουθήσει όπου κι αν πας».
Όταν λοιπόν ήρθαν πάλι οι νεράιδες και τον πείραζαν, εκεί που του μιλούσαν, εχύθει αυτός απάνω σε μία και τη στιγμή που πήγε αυτή να πετάξει στον αέρα, της έπεσε το μαντήλι της και τ' άρπαξε εκείνος και το ‘χωσε στον κόρφο του. Η νεράιδα τον παρακαλούσε να της το δώσει πίσω και του λέγε: «Δώσ’ μου Γιάννη το μαντήλι! Δώσ’ μου το καημένε και γω να κάμω ότι θέλεις». Ο νέος όμως δεν της έκαμε τη χάρη και της είπε μονάχα πως θέλει να την πάρει γυναίκα. Οι άλλες νεράιδες πέταξαν στον αέρα και εχάθηκαν. Αυτή δεν μπορούσε πλιό να πετάξει κι έμεινε με το Γιάννη. Την επήγε λοιπόν αυτός στο σπίτι του, την παντρεύτη κι έκαμε παιδιά με δαύτη.
Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη και στενοχωρημένη, και σε καμιά γιορτή και σε κανένα πανηγύρι δεν ήθελε ν’ αλλάξει φορέματα και να στολιστεί και να κάμει ότι κάνουν οι άλλες γυναίκες. Ο Γιάννης που έβλεπε το μαράζι της γυναίκας του, ελυπότανε πολύ. Και μια μέρα που ήταν γιορτή και πήγαιναν όλοι στο χορό όξω από το χωριό, και η νεράιδα ζητούσε με τα κλάιματα το μαντήλι από τον άντρα της, τη συμπόνεσε εκείνος και ήθελε να της το δώσει. Μόνο εφοβόταν μην του φύγει όταν θα το πάρει και γι’ αυτό της είπε: «Σ’ το δίνω να πας στο χορό, μόνο πρέπει να μου τάξεις πως θα γυρίσεις στο σπίτι και δεν θα φύγεις, αλλιώς δεν θα σ’ το δώσω». Του το έταξε και του είπε μάλιστα: «Τώρα πλιό να σ’ αφήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, και που έχω καμωμένα παιδιά με σένα;». Έτσι της το ‘δωσε το μαντήλι και αυτή άλλαξε τα φορέματά της και στολίστηκε. Και με μιας έλαμψε το σπίτι από την ομορφιά της γιατί σα νεράιδα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στην ομορφιά. Πήγε λοιπόν στο χορό και άστραψε ο τόπος και όλοι όσοι ήσαν εκεί να κοιτάζουν και ν’ αφήνουν το θάμα τους. Και αυτή πήγε μπρουστέλα στο χορό και με μια ψιλή και γλυκιά φωνή άρχισε να λέει ένα τραγούδι πο’ ‘σκιζε την πέτρα και μάραινε καρδιές. Και σαν έκαμε τρεις γύρους στο χορό, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε το μαντήλι της κι έκαμε μια «Ι, ι, ι!» και πέταξε στον αέρα για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθηκε. Κι έτσι ο Γιάννης έχασε τη γυναίκα του.
ü      Ο ποντικός κι ο βάτραχος
Μια φορά ένας ποντικός είπε σ’ ένα βάτραχο να κάμουνε φίλια. ‘Ο βάτραχος δέχτηκε, αλλά σκέφτηκε να γελάσει με τον ποντικό, και του ‘πε να δεθούνε κι οι δυο μ’ ένα βούρλο από τα ποδάρια. Δέχτηκε ο ποντικός και δεθήκανε. Περπατούσανε μαζί σα φίλοι, μα σε μια στιγμή, καθώς περνούσανε πάνω από μία λίμνη, ο βάτραχος πήδησε ξαφνικά στο νερό, για να συνεπάρει και τον ποντικό και να γελάσει με το πάθημα του. Ό ποντικός δεν ήξερε να κολυμπάει και πνίγηκε. Ετουμπάνιασε κι ανέβηκε στο νερό. Τον είδε από ψηλά ένα γεράκι που πέρναε, και βούτηξε να τον πάρει. Ό βάτραχος όμως, που ήταν δεμένος μαζί του, σηκώθηκε κι αυτός στον αέρα κι έγινε κι αυτός καλός μεζές στο γεράκι. Ποιος του ‘πε να σκεφτεί κακό για το σύντροφό του;
ü      Γαμπρός κεραμιδάς, γαμπρός περιβολάρης
Μια φορά ένας είχε δύο γαμπρούς, έναν κεραμιδά κι έναν περιβολάρη. Μια μέρα αποφάσισε να πάει να τους δει. Εκεί που ρώταγε τον καθένα πως περνάει, ο περιβολάρης του έλεγε: «Αν δε βρέξει, θα με πάρει ο διάβολος, γιατί θα ξεραθεί το περιβόλι μου». Ο άλλος έλεγε: «Αν βρέξει, θα με πάρει ο διάβολος γιατί δεν θα ξεραθούν τα κεραμίδια μου». Όταν γύρισε στο σπίτι του, τον ρωτάει η γυναίκα του: «Τι κάνουν οι γαμπροί μας;» Και της απαντά: «Βρέξει δε βρέξει, κάποιον θα πάρει ο διάβολος από τους δύο».
ü      Το κρασί
Σαν ήκαμεν ο Θεός τον κόσμο, ηδιαλογηθήκενε να ρωτήξει την άλλη μέρα όλα τα πλάσματα πώς τόνε φαίνεται, κι αν έχει κανένα κουσούρι, να το σιάξει. Το ‘μαθεν ο Διάβολος και βρίσκει μονομιάς τον πετεινό και το γουρούνι και τα ρωτά: «Πώς σας φαίνεται ο κόσμος;». Λέει: «Καλός». «Ένα πράμα, καμένα, του λείβγεται: μια ρίζα χαμηλή, που κάνει πολλές απολλές ρώ’ες, κολλημένες σ’ ένα τσάμπουρο, γλυκές – σταφύλι τσι λένε. Πίνεται και ζουλιστό κι είν’ ακόμη πιο γλυκό. Μον’ αύριο, σα σας ρωτήξει ο Θεός, να του το πείτε». Την άλλη μέρα συγκαλεί ο Θεός όλα τα ζα και τα ρωτά για τον κόσμο. Όλα από μικρά ως με’άλα, λέει: «Καλός». Λέ': «Αμέ σεις, πετεινέ και γουρούνι, που κάθεστε χώρια, σαν από μια επαρχία, δεν μιλείτε, μόνου κάθεστε συλλοϊστά;». «Ίντα α σου πούμενε, δημιουργέ; Όλα καλά και άξια. Έναν ντεντρουλάκι μικρό λείβγεται, που κάνει στρόγγυλες ρώ’ες και τσι στύβουνε και γίνεται το κρασί.». Ο Θεός αμέσως είπενε: «Γενηθήτω άμπελος και κλήμα, όποιος δεν πιει καθόλου, να’ χει την κατάρα μου, όποιος παραπιεί, να κάνει του πετεινού τα μυαλά και του γουρουνιού τη μούρη».
ü      Γιατί ο γάιδαρος κατουρεί όπου βρει νερό
Οι γάιδαροι έκαμαν παράπονα στο Θεό, γιατί να είναι τόσο περιφρονημένοι από τους ανθρώπους και να μη τους δίνουν παρά μόνο κλήματα για φαγί. Τότες ο Θεός τους είπε ότι θα τους δώσει πολλά καλά, και τη μιλιά ακόμα, άμα με το κάτουρο τους κάνουν ποτάμι. Για τούτο, όπου ιδούν νερό τρεχούμενο, νομίζουν ότι είναι από τα άλλα γαϊδούρια, και κατουρούν για να αβγατίσει και να γίνει ποτάμι.
ü      Ο σκαντζόχοιρος κι η αλεπού
Μια φορά συνεννοηθήκανε ο σκατζόχερας με την αλεπού: «Ξέρεις κανένα ψέμα», του λέει, «να πάμε να κλέψουμε σταφύλια;» «Ξέρω», της λέει. «Εσύ;» «Ου, ξέρω κι εγώ πολλά!…» Πάνε να κλέψουνε, πιάνεται στο δόκανο η αλεπού. «Τι ψέμα, θα μου πεις, να γλιτώσω;» ρωτάει το σκατζόχερα. «Να κάμεις τη ψόφια», της λέει εκείνος. Έρχεται τ ‘αφεντικό, βλέπει ψόφια την αλεπού, τη βγάνει από το δόκανο και την πετάει. Αμολιέται εκείνη, γλίτωσε… Ξαναπάνε, έπειτα από μέρες, για σταφύλια. Τώρα πιάστηκε στο δόκανο ο σκατζόχερας. «Έλα», λέει της αλεπούς, «να μου πεις ένα ψέμα να σωθώ!». «Τώρα», του λέει αυτή, «τα ξέχασα όλα!». «Καλά», της λέει ο σκατζόχερας, «έλα τουλάχιστο πριν πεθάνω, να σου πω ένα μυστικό στ’ αυτί». Πάει εκείνη κοντά την δαγκώνει δυνατά στ’ αυτί της ο σκατζόχερας, που να φύγει!.. Όσο που ήρθε τ’ αφεντικό, άρπαξε την αλεπού και τη λιάνισε στο ξύλο. Το σκατζόχερα τον άφησε και γλίτωσε.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

Και εποίησεν πατατο-μελιτζανόδεντρο


Μπορεί σε ένα δέντρο να καλλιεργηθούν πατάτες; Ανατρέποντας θεωρίες, αλλά και επιστήμονες, ένας πολιτικός μηχανικός και αγρότης από το Ρέθυμνο απέδειξε ότι αυτό είναι εφικτό: μπόλιασε πατάτες σε ένα δέντρο στην περιοχή του Μασταμπά και δεν το μετάνιωσε.
Δέντρο «αντισυστημικό» το βάφτισε ο δημιουργός του Μανώλης Ηλιάκης,  που δηλώνει «πολίτης  του κόσμου»Δέντρο «αντισυστημικό» το βάφτισε ο δημιουργός του Μανώλης Ηλιάκης, που δηλώνει «πολίτης του κόσμου»Το εγχείρημά του πέτυχε. Τώρα ο επισκέπτης βλέπει τις πατάτες να κρέμονται, έτοιμες για κατανάλωση. Και όχι μόνον αυτό. Στο ίδιο δέντρο καλλιεργεί ντομάτες, μελιτζάνες, αλλά και πιπεριές! Αλλά και χόρτα: βλίτα και στύφνο.
Ο δημιουργός του, Μανώλης Ηλιάκης, ο οποίος δηλώνει «πολίτης του κόσμου», το χαρακτηρίζει δέντρο «αντισυστημικό», δίνοντας και πολιτική προέκταση στο εγχείρημά του.
Το δέντρο ανήκει στην κατηγορία «σολάνο», μοιάζει με μεγάλη μελιτζανιά και είναι συμβατό με τις οικογένειες που έχουν μπολιαστεί σ' αυτό. Οπως σημειώνει ο Μανώλης Ηλιάκης, ο οποίος υπογράφει ως «ένας πολίτης του κόσμου», «το δέντρο αυτό το έχω ονομάσει αντισυστημικό και θα εξηγήσω παρακάτω γιατί. Θα ήθελα όμως να προλάβω μη βιαστεί κανένας και σκεφτεί ότι το να καταφέρει κάποιος να καλλιεργήσει πατάτες πάνω σε δέντρο είναι βιασμός της φύσης ή μετάλλαξη ή έργα του διαβόλου. Το δέντρο αυτό είναι σολανοειδές και είναι συμβατό με τις οικογένειες που έχουν μπολιαστεί πάνω του. Οπως ακριβώς μπολιάζουμε μια άγρια αχλαδιά ή την ελιά κ.τ.λ. με διάφορες άλλες ποικιλίες, ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με το αντισυστημικό δέντρο».
«Προσπάθησα -συνεχίζει- σε συνεργασία με τη φύση να καταφέρω αυτό που για την επιστήμη φαινόταν ακατόρθωτο. Οταν σκέφτηκα σε αυτό το δέντρο, εκτός από ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές, βλίτα, στύφνο κ.τ.λ., να έχω και παραγωγή πατάτας, όλοι οι γεωπόνοι μού το απέκλεισαν».
Για την πολιτική διάσταση στο εγχείρημά του ο κ. Ηλιάκης τονίζει: «Οπως φαινόταν ακατόρθωτο να παραχθεί πατάτα από το δέντρο, έτσι προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι ακατόρθωτο να αλλάξουμε αυτό το σάπιο σύστημα. Σπάστε τα οδοφράγματα που μας έχουν βάλει στη σκέψη μας, αφήστε τη φαντασία να δημιουργήσει έξω από τα πλαίσια που θέλει το σύστημα, ελάτε να ενώσουμε τη δύναμή μας, να φτιάξουμε έναν άλλον κόσμο, αδελφωμένο, ειρηνικό, δημιουργικό για το σύνολο, να διαφυλάξουμε την αρμονία στη φύση χωρίς μεταλλαγμένα, χωρίς φυτοφάρμακα, χωρίς πλαστικά και πλαστικοποιημένες τροφές, χωρίς καρκίνους και ραδιενέργειες».

http://www.enet.gr/?i=news.el.ecoenet&id=295110
Πηγή άρθρου:  

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΣ... Αγανακτισμένος ετών 94!


ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΣ... Αγανακτισμένος ετών 94! «Με αυτόν τον τρόπο συστήνουν τα διεθνή μίντια τον Χοσέ Λουίς Σαμπέδρο, τον Καταλανό εμπνευστή των Ισπανών «Indignados».
Ο Χοσέ Λουίς Σαμπέδρο έχει καταφέρει να συγκεντρώσει με αρμονία δύο παράταιρες για πολλούς ιδιότητες: οικονομολόγος και ανθρωπιστής»...
Η Δήμητρα Αθανασοπούλου στη «Δημοκρατία»:
- «Επιχειρηματολογεί υπέρ των διαδηλώσεων και υπέρ της κατάργησης του ισχύοντος πολιτεύματος, που, αν και δημοκρατία, δεν είναι δημοκρατικό. Εκείνος πιστεύει άλλωστε σε μια συμμετοχική δημοκρατία. Γι' αυτό προσκαλεί τους Ευρωπαίους σε μια ειρηνική επανάσταση στα χνάρια του Μαντέλα και του Λούθερ Κινγκ. Κάνει λόγο για "Αγανάκτηση δίχως βία". Αλλωστε, όπως επισημαίνει, "η αγανάκτηση κυοφόρησε κάποτε την αντίσταση στον ναζισμό. Σήμερα η αγανάκτηση θα κυοφορήσει την αντίσταση στη δικτατορία των αγορών».
- «Είναι συνομήλικος του Γάλλου ομοϊδεάτη του Στέφαν Εσέλ. Αγαπημένο μότο; "Η ανθρωπότητα εξελίχθηκε πολύ στην τεχνολογία αλλά λίγο στη σοφία και στον ανθρωπισμό"».
* ΑΡΙΣΤΕΙΣ... «Δεκατέσσερις κρατούμενοι μαθητές του γυμνασίου που λειτουργεί μέσα στις φυλακές Διαβατών Θεσσαλονίκης διακρίθηκαν -και ορισμένοι αρίστευσαν- σε διεθνή διαγωνισμό μαθηματικών στον οποίο έλαβαν μέρος συνολικά 43 χώρες από όλο τον κόσμο. Στον ίδιο διαγωνισμό -σημειώνει στο "Εθνος" η Γκέλυ Αλμαλιώτου-Καλαμπαλίκη- συμμετείχαν και μαθητές από δημόσια σχολεία, αλλά και από γνωστά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια της Ελλάδας».

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ ΜΕ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ. ΟΙ ΦΗΜΕΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ.





Στήσαν χορό παραπληροφόρησης τα γνωστά ανεμιστηράκια λάσπης του διαδικτύου εξ αιτίας μιας κοινωνικής συνεύρεσης  μεταξύ του Προέδρου του ΛΑ.Ο.Σ κ. Γιώργου Καρατζαφέρη και του πρώην Πρωθυπουργού κ. Κ.Καραμανλή. Η συνάντηση έγινε στο Κτήμα Νάσιουτζικ όπου παρέθετε γεύμα ο γιός του γνωστού Ορθοπεδικού κ. Βασίλη Μπιτούνη και ήταν καλεσμένοι εκτός των άλλων και οι δύο πιο πάνω πολιτικοί.  (Σχετικα:και ΕΔΩ). Μέχρις εδώ μια χαρά η είδηση. Άρχισαν όμως τα διαδικτυακά παπαγαλάκια για κάνουν... οχτάρια, με το μυαλό (;) τους και  επι εσφαλμένης βάσεως να υψώνουν πύργους σεναρίων και πικρόχολων σχολίων. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ: Επικοινωνήσαμε .... δεόντως    και προέκυψε η εξής δήλωση: "Οντως η συνάντηση έγινε, αλλά πέραν της κοινωνικής , τυπικής συναντήσεως ΟΥΔΕΝ άλλο συζητήθηκε ". Η πιο πάνω δήλωση προέρχεται, απο κύκλους του Προέδρου του ΛΑ.Ο.Σ και δεν σηκώνει καμία αμφισβήτηση, πιθανόν θα εκδοθεί και ανάλογο δελτίο τύπου.ΕΔΩ

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

H AΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ


Στήσαν χορό παραπληροφόρησης τα γνωστά ανεμιστηράκια λάσπης του διαδικτύου εξ αιτίας μιας κοινωνικής συνεύρεσης  μεταξύ του Προέδρου του ΛΑ.Ο.Σ κ. Γιώργου Καρατζαφέρη και του πρώην Πρωθυπουργού κ. Κ.Καραμανλή. Η συνάντηση έγινε στο Κτήμα Νάσιουτζικ όπου παρέθετε γεύμα ο γιός του γνωστού Ορθοπεδικού κ. Βασίλη Μπιτούνη και ήταν καλεσμένοι εκτός των άλλων και οι δύο πιο πάνω πολιτικοί.  (Σχετικα:ΕΔΩ  και ΕΔΩ). Μέχρις εδώ μια χαρά η είδηση. Άρχισαν όμως τα διαδικτυακά παπαγαλάκια για κάνουν... οχτάρια, με το μυαλό (;) τους και  επι εσφαλμένης βάσεως να υψώνουν πύργους σεναρίων και πικρόχολων σχολίων. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ: Επικοινωνήσαμε .... δεόντως    και προέκυψε η εξής δήλωση: "Οντως η συνάντηση έγινε, αλλά πέραν της κοινωνικής , τυπικής συναντήσεως ΟΥΔΕΝ άλλο συζητήθηκε ". Η πιο πάνω δήλωση προέρχεται, απο κύκλους του Προέδρου του ΛΑ.Ο.Σ και δεν σηκώνει καμία αμφισβήτηση, πιθανόν θα εκδοθεί και ανάλογο δελτίο τύπου.

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

NTOKOYMENTO ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΟΛΩΝ. ΠΟΣΟ ΠΙΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΗΤΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟ 410πχ. Της Αγγελικής Νιαροπέτρου

(ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ)
Αυτό το Ψήφισμα είναι το τελευταίο που έχει διασωθεί απο το αρχείο του αείμνηστου Ευάγγελου Γιαννόπουλου. Είχε παραδώσει δυο τρία, σε έμπιστα πρόσωπα, με την εντολή, όταν κινδυνεύσει η Πατρίδα να το δημοσιοποιήσουν. Νομίζω ότι τον καιρό αυτό πραγματικά  η Ελλάδα διατρέχει τον ΥΨΙΣΤΟ κίνδυνο από υπάρξεώς της. Οι "αγώνες" των αιώνιων εχθρών της πλησιάζουν στην "ολοκλήρωσή" τους.
Διανύουμε τις εφιαλτικότερες μέρες όπου οι εντολοδόχοι για την διάλυση του Έθνους, βρίσκονται ένα βήμα πριν την .... επιτυχία τους.
Με πρόσχημα την Ελληνική πτώχευση αφελληνίζουν το λαό, απαξιώνουν τις αντιστάσεις του, τον ρίχνουν την δυστυχία ώστε να καταστεί ακίνδυνος στην επερχόμενη λεηλασία εδαφών και φυσικού πλούτου.
Δεν είναι τυχαία η στήριξη Ομπάμα στον εντολοδόχο του Παπανδρέου , ούτε και η επικείμενη άφιξη της Χίλαρι Κλίντον, είναι τα κοράκια που "επιθεωρούν" το πτώμα της Ελλάδος πριν το κατασπαράξουν.
Αρα λοιπόν αυτή είναι η καταλληλότερη χρονική στιγμή δημοσιοποίησης του πριν 2420 χρόνια ψηφίσματος του Δημόφαντου.
Υ.Γ. Μέχρι το 2000, ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος είχε τυπώσει σε ειδικό χαρτί παπύρου και καδράρει πάνω από 200 αντίτυπα και τα είχε δωρίσει σε Υπουργούς , Βουλευτές και κόμματα. Άραγε υπάρχει ακόμα κάποιος που εκτιμώντας την αξία του, το έχει ακόμα;
Αγγελική Νιαροπέτρου 

Δέλτα Πηνελόπη





                     Βιογραφικό

     Η μεγαλύτερη μορφή της νεοελληνικής παιδικής λογοτεχνίας. Κόρη του εθνικού ευεργέτη Εμμανουήλ Μπενάκη, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια όταν ο Ελληνισμός ανθούσε στην κτισμένη από το Μ. Αλέξανδρο μεγαλούπολη της Αιγύπτου.
     Γεννήθηκε το 1874 στην Αλεξάνδρεια κι ήταν το 3ο παιδί τουΕμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Είχε μεγαλύτερα αδέλφια, την Αλεξάνδρα και τον Αντώνη, το γνωστό "Τρελαντώνη" του ομώνυμου βιβλίου της. Μετά τη γέννησή της ακολούθησαν άλλα 3 παιδιά, οΚωνσταντίνος (που πέθανε σε ηλικία ετών), ο Αλέξανδρος κι η Αργίνη.
     Η οικογένεια μετακόμισε προσωρινά στην Αθήνα το 1882, όπου ηΠηνελόπη παντρεύτηκε τον πλούσιο Φαναριώτη βαμβακέμπορο Στέφανο Δέλτα. Μαζί του απέκτησε 3 κόρες: τη Σοφία (μετέπειτα Μαυροκορδάτου), τη Βιργινία (μετέπειτα Ζάννα) και την Αλεξάνδρα (μετέπειταΠαπαδοπούλου). Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το 1905, όπου γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τότε υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται ένας μεγάλος έρωτας, εκείνη όμως δε μπορεί ν' αντιταχθεί στις κοινωνικές επιταγές και την υποχρέωσή της απέναντι στο σύζυγο και τα παιδιά της. Η πλατωνική αυτή σχέση της με τον Δραγούμη τελειώνει το 1908, όταν αυτός συνδέεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
     Αργότερα έζησε ένα διάστημα στη Φρανκφούρτη στη Γερμανία (1906-1912). Τον καιρό εκείνο στη τουρκοκρατούμενη ακόμα Μακεδονία μας διεξαγόταν ο Μακεδόνικος Αγώνας που έληξε ένδοξα με την απελευθέρωση της το 1912. Εκείνη την κρίσιμη για την πατρίδα μας εποχή ζώντας σε ξένη γη η λογοτέχνιδα εξέδωσε στο Λονδίνο τα πρώτα παλλόμενα από αγνό πατριωτισμό παιδικά βιβλία της: "Για Τη Πατρίδα"  (Λονδίνο 1909 -με εικονογράφηση του Νικηφόρου Λύτρα) μαζί με το παραμύθι "Η Καρδιά Της Βασιλοπούλας", "Παραμύθι Χωρίς Όνομα" (Λονδίνο 1910 -μια αλληγορία για το δυναμισμό του νέου Ελληνισμού), "Στον Καιρό Του Βουλγαροκτόνου" (Λονδίνο 1911 - μεγάλο ιστορικό αφήγημα από τον καιρό της δόξας του Βυζαντίου).
     Το 1915 εκδίδει στην Αθήνα τα "Παραμύθια Και 'Αλλα". Από το 1916, ενώ μαινόταν ο Α' Παγκ. Πόλ. (1914-1918), εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα. Εδώ βρισκόταν από το 1910 κι ο πατέρας της κι είχεν ήδη διατελέσει ΒουλευτήςΥπουργός και το 1914-1916 Δήμαρχος Αθηναίων. Αυτός χάρισε στην Αθήνα τη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη, τοΝοσοκομείο Ερυθρού Σταυρού, το Δημοτικό Σταθμό Πρώτων Βοηθειώνκι άλλα κοινωφελή ιδρύματα. Ανέπτυξαν στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο και προσκαλούσαν συχνά στην εξοχική τους οικία στηΚηφισιά.
     Η κόρη του εθνικού ευεργέτη πρόσφερε στο Έθνος μεγαλύτερη ευεργεσία από τον πατέρα της με τα υπέροχα παιδικά βιβλία που χάρισε σταΕλληνόπουλα, τη χρυσή ελπίδα του Έθνους και μ' αυτά ενέπνευσε σε αναρίθμητες παιδικές ψυχές αισθήματα ευγένειας, ανθρωπισμού και πατριωτισμού. Μ' αυτά τους εμφύτευσε εθνική υπερηφάνεια για ό,τι ωραίο πρόσφερε ο Ελληνισμός στην ανθρωπότητα και βαθειά αγάπη προς τις αθάνατες αξίες της ελληνοχριστιανικής κληρονομιάς μας.
     Το 1921 εκδίδονται τα διηγήματα "Τ' Ανεύθυνα" (Ψυχές παιδιών -Για γονείς και δασκάλους), το 1925 "Η Ζωή Του Χριστού" (με βάση τις πληροφορίες των Ευαγγελιστών, εμπλουτισμένες με ιστορικές και γεωγραφικές γνώσεις της εποχής και του περιβάλλοντος του Χριστού), το1934 "Ο Μάγκας" το 1937 το ιστορικό αφήγημα "Τα Μυστικά Του Βάλτου" (από το Μακεδόνικο Αγώνα). Παιδαγωγικού περιεχομένου είναι το βιβλίο της: "Στοχασμοί Για Την Ανατροφή Των Παιδιών Μας" (για γονείς και δασκάλους). Τα βιβλία της αγαπήθηκαν και διαβάστηκαν πολύ, όπως αποδεικνύεται κι από τις πολυάριθμες επανεκδόσεις τους.
     Ζούσε με πλήρη συνέπεια προς τις αρχές που διακήρυσσε: "Πρόσεχε, μην είναι θεωρητικές οι σκέψεις σου. Πρόσεχε, μη και δεν τις εφαρμόζεις στη ζωή". Είχε οργανώσει στο σπίτι της ιατρείο για τους φτωχούς κι αγωνιζόταν να τους ανακουφίζει οικονομικά. Ο σύζυγος της Στέφανος Δέλταςδιακρίθηκε για τη μεγάλη συμβολή του στην επίλυση των προβλημάτων του1,5 εκατομμυρίου προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Διορίσθηκε το 1923 μέλος της 4μελούς (από έναν Αμερικανό, ένα Αγγλοκαι δύο ΈλληνεςΕπιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, που ιδρύθηκε τότε και μες στα επόμενα έτη επιτέλεσε τεράστιο έργο.
             
     Εκείνα όμως τα έτη άρχισε ένα προσωπικό πρόβλημά της. Από το 1925, τη χρονιά που πρωτοδημοσίευσε τη "Ζωή Του Χριστού", άρχισε η ίδια να σηκώνει το σταυρό μιας ασθένειας που την άφησε μισοπαράλυτη. Το 1929, ξεκίνησε τη συγγραφή της 3λογίας "Ρωμιοπούλες", η οποία τελείωσε το1939. Το 1ο βιβλίο, "Το Ξύπνημα", καλύπτει γεγονότα των ετών 1895-1907, η "Λάβρα" καλύπτει τα έτη 1907-1909 και το "Σούρουπο" τα έτη1914-1920. Στο μεταξύ είχεν εκδώσει τον "Τρελαντώνη", το 1932.
     Το 1941, ο Φίλιππος Δραγούμης, της εμπιστεύεται τα ημερολόγια και το αρχείο του αδερφού του, Ίωνα, στα οποία η Δέλτα πρόσθεσε περίπου1000 χειρόγραφες σελίδες με σχόλια για το έργο του. Στις 27 Απριλίου 1941, τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Αθήνα κι υψώνουν στην Ακρόπολη τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Η Πηνελόπη Δέλτααυτοκτονεί στις 2 Μάη 1941, παίρνοντας δηλητήριο -είχανε προηγηθεί κι άλλες απόπειρες αυτοκτονίας στο παρελθόν- μην αντέχοντας τον πόνο για την κατάκτηση της πατρίδας μας. Στον τάφο της, στον κήπο του σπιτιού της, χαράχτηκε η λέξη ΣIΩΠH.
     Μετά το θάνατο της εξεδόθη από τον Ξ. Λευκοπατρίδη σε ογκώδη τόμο "Η Αλληλογραφία Της Π.Σ. Δέλτα 1903-1940", όπου παρελαύνουν εξέχοντα πρόσωπα της πολιτικής, των γραμμάτων και των επιστημών κι όπου εκφράζονται ολοζώντανα οι ιδέες και τάσεις που χαρακτήριζαν τότε την ελληνική διανόηση και πολιτική.
     Σήμερα, τόσα χρόνια μετά το θάνατο της μεγάλης λογοτέχνιδας, τα βιβλία της διαβάζονται με την ίδια αγάπη.

--------------------------------------------------------------------------------------

     Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, χωμένο στη γωνία μιας εξώπορτας, κάθουνταν ένα αγοράκι και κοίταζε το αντικρινό φωτισμένο παράθυρο. Είχε νυχτώσει νωρίς, και το χιόνι σκέπαζε τις πλάκες του δρόμου, τα φανάρια, τα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών, πράμα σπάνιο στην Αθήνα.
     Το κρύο ήταν δυνατό, και τυλιγμένος στο παλιωμένο και σκισμένο ρουχάκι του, όλο και περισσότερο χώνουνταν ο Βασίλης στη γωνιά της εξώπορτας, για να ξεφύγει από το βοριά που τον πάγωνε ως τα κόκαλα. Μα τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στο φωτισμένο παράθυρο του αρχοντόσπιτου, αντίκρυ του.
 -"Πρωτοχρονιά αύριο", μουρμούρισε, "διασκεδάζουν εκεί μέσα".

     Εκεί μέσα κείτουνταν ένα παιδί, με λιωμένο αχνό πρόσωπο. Κουτιά γεμάτα μπογιές, μολυβένια στρατιωτάκια, ζώα ξύλινα, σιδηρόδρομοι και καραβάκια, που σκέπαζαν το κρεβάτι του, έστεκαν άγγιχτα. Τ' αδύνατα χεράκια του μέναν ακίνητα στο σεντόνι πάνω, δεν κοίταζε καν τα πλούσια δώρα γύρω του. Το κουρασμένο βλέμμα του ήτανε καρφωμένο στο παράθυρο όπου, στα σκοτεινά, άσπριζαν τα χιόνια της αντικρινής στέγης.
 -"Τί συλλογίζεσαι, Βασιλάκη;" ρώτησε η μητέρα του.
 -"Κοίταζα τα χιόνια", αποκρίθηκε ο μικρός "και συλλογίζουμουν τη χαρά να τρέχεις στους δρόμους, να βουτάς στα χιόνια, να τα μαζεύεις και να φτιάνεις μπάλες, και να τις τινάζεις στους περαστικούς, όπως στη ζωγραφιά του βιβλίου μου, εκεί που είδα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα πολλά κεράκια... Αλήθεια, μητέρα, λες να βρήκε ο Νικόλας δέντρο τέτοιο εδώ";
 -"Ναι, παιδί μου, βρήκε και θα στο φέρει τώρα στολισμένο. Δεν είναι πολύ μεγάλο όπως στη ζωγραφιά του βιβλίου σου, μα το στόλισε ο πατέρας σου... κι είναι πολύ όμορφο... Είσαι ευχαριστημένος";
 -"Ναι", είπε ο Βασιλάκης χωρίς ενθουσιασμό.
     Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα. Δυο υπηρέτες έφεραν μέσα ένα μικρό έλατο ολοφώτιστο και το στήσανε πάνω στο τραπέζι. Τα κλαδιά ήτανε φορτωμένα χρυσά κι ασημένια στολίδια, φαναράκια και μπρίλες. Παντού στέκουνταν όρθια τ' αναμμένα χρωματιστά κεράκια, και τα μεγαλύτερα κλαδιά λύγιζαν από το βάρος των παιχνιδιών που κρέμουνταν δεμένα με κορδέλες.
 -"Ε, Βασιλάκη, σ' αρέσει το δέντρο σου;" ρώτησε ζωηρά ο πατέρας του.
     Ο μικρός το κοίταξε μια στιγμή με σβησμένα αγέλαστα μάτια.
 -"Το φαντάζουμουν ωραιότερο", είπε με τη βαρεμένη του φωνή. Και το βλέμμα του γύρισε πάλι στο παράθυρο και στα χιόνια του αντικρυνού σπιτιού. "Πατέρα, λες του χρόνου τη Πρωτοχρονιά να είμαι πια καλά και να βγω κι εγώ στα χιόνια";
 -"Ναι, παιδί μου", είπε ο πατέρας κι η μητέρα βγήκε από το δωμάτιο για να κρύψει τα κλάματα που την έπνιγαν.
 -"Τί όμορφα που θα είναι να τρέχεις στα χιόνια..." είπε συλλογισμένα ο Βασιλάκης. "Τί δε θα 'δινα για να δω τί γίνεται έξω..."

     Έξω, ο Βασίλης είχε δει πίσω από το φωτισμένο παράθυρο το δέντρο του Βασιλάκη, με τα φώτα και τα χρυσά στολίδια και τα παιχνιδάκια που γεμιζανε τα κλαδιά από πάνω ως κάτω.
 -"Αχ, τί ωραίο!" είπε το φτωχό, "πρέπει να το 'φερε ο 'Αη-Βασίλης" και τα μάτια του τρώγανε το δέντρο και, τρέμοντας από το κρύο, ολοένα χώνουνταν βαθύτερα στη γωνιά του και γύρευε να τυλίξει στο κορμάκι του τα κουρέλια του, μήπως και το ζεστάνουνε
λίγο. "Ο 'Αη-Βασίλης..." μουρμούρισε, "γιατί δεν έρχεται κάποτε και σε μας";
     Θυμήθηκε το φτωχικό σπιτάκι στο χωριό του, όπου τον είχε μεγαλώσει η μάνα του. Όλα τα 'χε στερηθεί αφότου γεννήθηκε, εκτός μόνο τα χάδια της μάνας του. Ξενοδούλευε η κακομοίρα για να κερδίσει το ψωμί τους, μ' άλλο από ψωμί δε πρόφθαινε να βγάλει, μόνο την αγάπη της μπορούσε χάρισμα να του δίνει κι αυτή του την έδινε μπόλικη. Μα ήλθανε κακοί καιροί, αρρώστια, μαύρη φτώχεια και πέθανε η μάνα του και τη βάλανε σε σανιδένια κάσα και τη πήγανε στο νεκροταφείο και την είδε που τη σκεπάσανε τα χώματα. Και τον έβγαλαν από το φτωχικό του καλυβάκι κι έφυγε το έρμο ορφανό κι ήλθε κι έπεσε στην Αθήνα, παραμονή του 'Αη-Βασίλη, πεινασμένο, παγωμένο, μακαρίζοντας τους ευτυχισμένους που διασκεδάζανε πίσω από το φωτισμένο παράθυρο, αντίκρυ του.
     Από νωρίς είχε δει κίνηση μεγάλη στους δρόμους, παιδιά μεγάλα και μικρά, που σταματούσανε στις πόρτες των αρχοντόσπιτων και λέγανε τον 'Αγιο Βασίλη. Μα τ' ορφανό δεν τόλμησε να χτυπήσει κι αυτό σε καμμιά πόρτα, ούτε ήταν μαθημένο στη ταραχή της μεγάλης πολιτείας. Και λίγο-λίγο, τράβηξε στους ήσυχους μεγαλόπρεπους δρόμους, μακριά από το κέντρο κι ήλθε και ζάρωσε σε μιαν εξώπορτα, χωρίς ψωμί, χωρίς σκοπό, χωρίς καμιάν ελπίδα.
     Πίσω από το φωτισμένο παράθυρο πήγαιναν κι έρχουνταν σκιές. Πέρασε κι ένας υπηρέτης με βελάδα, βαστώντας ένα πιάτο με μια μεγάλη πίτα! Ο Βασίλης θυμήθηκε πως τη τελευταία βούκα ψωμί την είχε φάει το πρωί. Και μέσα κει θα τρώγανε τώρα πίτα! Αχ και να είχε κι αυτός μια βουκίτσα να γελάσει τη πείνα του! Του φάνηκε τόσο ορεκτική η πίτα, τόσο αφράτη, καθώς τη πέρασε ο υπηρέτης εμπρός στο παράθυρο. 'Αραγε, αν ζητούσε λίγη, θα του 'δινε κανένα κομματάκι; Κι έξαφνα, χωρίς να ξέρει κι αυτός πώς το 'κανε, άρχισε να τραγουδά:

'Αγιος Βασίλης έρχεται
α-α-από, από την Καισαρεία...
βαστά καλάμι και χαρτί,
χα-α-ρτί, χαρτί και καλαμάρι
.

     Πίσω από το φωτισμένο παράθυρο, διάφορες σκιές πήγαν κι ήλθαν κοιτάζοντας έξω. Σώπασε τρομαγμένος ο Βασιλάκης και ζάρωσε στη γωνίτσα του όσο μπορούσε περισσότερο.
 -"Παναγιά μου!" ψιθύρισε, "λένε πως οι πλούσιοι δεν έχουνς καλή ψυχή και περιφρονούνε τους φτωχούς..." Και με τρομαγμένα μάτια ακολουθούσε το πηγαινέλα των ανθρώπων μες στη κάμαρα.

     Μες στη καμάρα είχαν κόψει την πίτα. Ακουμπισμένος στα μαξιλάρια, ο Βασιλάκης βαστούσε το πιάτο του στα χέρια, κοιτάζοντας μ' αδιαφορία το κομμάτι του, χωρίς καν να το γευθεί.
 -"Δεν το κόβεις να δεις αν σου έπεσε το φλουρί, Βασιλάκη μου;" ρώτησε τρυφερά η μητέρα του.
 -"Ναι, μητέρα, θα το γυρέψω", αποκρίθηκε, αλλά δεν κούνησε, ούτε άλλαξε η κουρασμένη όψη του. Έξαφνα ανέβηκε ως το δωμάτιο του άρρωστου αγοριού μια
φωνή παιδιάτικη, τρεμουλιαστή, σα φοβισμένη:

'Αγιος Βασίλης έρχεται
α-α-από, από την Καισαρεία...
βαστά καλάμι και χαρτί,
χα-αρτί, χαρτί και καλαμάρι
.

     Ο Βασιλάκης ξαφνίστηκε. Ανάψαν μια στιγμή τα μάτια του, ζωήρεψε το μελαγχολικό του πρόσωπο.
 -"Πατέρα, πατέρα!" φώναξε, "τ' ακούς; Τραγουδά απ' έξω... Θα ναι κανένα αγοράκι... φώναξε το! Πολύ σε παρακαλώ"!
     Η μητέρα του είχε πάγει κιόλα στο παράθυρο, μα δεν είδε τίποτε.
 -"Δε βλέπω κανένα παιδί", είπε.
 -"Πατέρα, κοίταξε συ, άνοιξε το παράθυρο, φώναξε το παιδί να έλθει να πάρει από τη πίτα, το κομμάτι του φτωχού... και να μας πει τί γίνεται έξω..."
     Πήγε ο πατέρας στο παράθυρο, το άνοιξε, έσκυψε έξω, κοίταξε δεξιά, αριστερά, μα δεν είδε τίποτε· έκλεισε το παράθυρο και γύρισε στο κρεβάτι του Βασιλάκη.
 -"Πέρασε το παιδί και πάει", είπε ζωηρά, "μα δε πειράζει, θα περάσει κι άλλο και τότε το φωνάζομε· δοκίμασε την πίτα σου ωστόσο".
     Μα ο Βασιλάκης δεν πεινούσε· έσπρωξε το πιάτο του, ακούμπησε στα μαξιλάρια κι έκλεισε τα μάτια. Η ζωηράδα του προσώπου του είχε σβήσει· το φλουρί της πίτας δεν τον ενδιέφερε, ούτε το δέντρο όπου είχαν σβήσει πια τα κεράκια, ούτε τα δώρα του. Το δρόμο μόνο συλλογίζουνταν... Και το παιδάκι, που μπορούσε να πει την ομορφιά της ελευθερίας, τη χαρά να τρέχεις και να βουτάς στα χιόνια, είχε περάσει και  πάει!-
 -"Θέλεις, παιδί μου, να φας την πίτα σου αύριο;" ρώτησε η μητέρα χαϊδεύοντας γλυκά το μέτωπο του.
 -"Ναι, μητέρα, αύριο".
     Η μητέρα έκανε νόημα σ' όλους να βγουν από το δωμάτιο. Ο Βασιλάκης ήτανε κουρασμένος... Ο Βασιλάκης ήθελε να κοιμηθεί... Πήρε το πιάτο με τη πίτα και το ακούμπησε στο τραπέζι, κοντά στο κομμάτι του φτωχού· έσβησε τα φώτα, άναψε την καντήλα, φίλησε γλυκά το αγόρι της και βγήκε από το δωμάτιο. Μα ο Βασιλάκης δε νύσταζε. Ο νους του έμενε στο δρόμο και στη χαρά που θα 'χε αν μπορούσε να τρέξει στα χιόνια... Κοίταξε γύρω του, είδε πως ήταν μόνος. Με κόπο κατέβηκε από το κρεβάτι, και σιγά-σιγά σύρθηκε ως το παράθυρο. Αχ! και να έβλεπε λιγάκι απ' έξω το χιονισμένο δρόμο, τα φανάρια, τ' άσπρα δέντρα... Με δυσκολία γύρισε το πόμολο, άνοιξε το παράθυρο κι έσκυψε έξω. Το κρύο τον ξάφνισε, του 'κοψε την αναπνοή, ζήτησε να στηριχθεί στο πεζούλι του παραθύρου μα όλα γυρίζανε, του φάνηκε πως πέφτει...
     Έξαφνα, από το παράθυρο πήδησε μέσα ένας άνθρωπος κι ο Βασιλάκης από το σάστισμά του ξέχασε τη ζάλη του. Ήτανε γέρος, χιονοσκεπασμένος, με μακριά καλογερικά ρούχα και μεγάλα άσπρα γένια. Τον κοίταξε ο Βασιλάκης και τον ανεγνώρισε:
 -"Ο 'Αη-Βασίλης..." ψιθύρισε.
 -"Ναι, εγώ είμαι", είπε ο 'Αη-Βασίλης με το ανοιχτόκαρδο χαμόγελο του. "Ήλθα να σε ρωτήσω, τί θέλεις να σου δώσω για την εορτή μου που ξημερώνει αύριο και που 'ναι και δική σου εορτή";
 -"Αχ, Άη-Βασίλη μου, να μη μου δώσεις πια τίποτα!" φώναξε ο Βασιλάκης σταυρώνοντας παρακλητικά τα χέρια του. "Δες πόσα πράγματα μου δώσανε και τα 'χω τόσο βαρεθεί! Μα πάρε με έξω μαζί σου! Πάρε με στα χιόνια! Θέλω τόσο να τρέξω ελεύθερα"!
 -"Θέλεις;" είπε ο 'Αη-Βασίλης. "Μα έξω κάνει κρύο! Κι εσύ έχεις όλα τα καλά του κόσμου! Τόσα παιχνίδια, τόσα χάδια, και ζεστασιά και πίτα που ούτε τη δοκίμασες ακόμα... Και θέλεις να φύγεις";
 -"Ναι! Να βγω στα χιόνια, να τρέξω ελεύθερα, αχ, πάρε με, πάρε με, καλέ μου 'Αη-Βασίλη!" παρακάλεσε ο Βασιλάκης. "Πάρε με στα χιόνια"!
     Ο 'Αη-Βασίλης χαμογέλασε πάλι.
 -"Καλά!" είπε. "Εγώ σήμερα δε χαλώ χατήρι κανενός. Έλα μαζί μου αφού το θες".
Και πήρε το Βασιλάκη στην αγκαλιά του και πέταξε από το παράθυρο που 'μεινε ανοιχτό...

     Στα χιόνια κάθουνταν ο Βασίλης με τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρο. Με τρομάρα είχε δει έναν κύριο που άνοιξε τα γυαλιά και κοίταζε στο δρόμο· μα έτσι μικρός που ήταν και ζαρωμένος στη γωνίτσα του, δεν τον είδε ο κύριος. Και το παράθυρο έκλεισε πάλι.
     Τα κεράκια του δέντρου είχαν σβήσει, οι σκιές πήγαιναν κι έρχονταν ακόμα· ύστερα σβήσανε και τα φώτα και μόνο μια καντήλα τρεμόφεγγε, στημένη σε κάποιο έπιπλο πάνω. Κι ο Βασίλης ακόμα κοίταζε, σα μαγνητισμένος από τη θαμπερή λάμψη της. Το κρύο όλο δυνάμωνε· τα βλέφαρα του Βασίλη βάραιναν. Θυμήθηκε τη μάνα του και τη ζεστή της αγκαλιά. Έριξε μια ματιά στο παράθυρο και συλλογίστηκε πως εκεί μέσα θα έκαμνε ζέστη... Αχ! λίγη ζέστη...
     Λαφρύς κρότος τον ξάφνιασε. Σήκωσε τα μάτια του τρομαγμένος. Το παράθυρο είχε ανοίξει πάλι, μα δεν ήταν πια εκεί ο ίδιος κύριος· ένα παιδάκι, στα νυχτικά του, έσκυβε να δει το δρόμο. Μια στιγμή το κοίταξε με απορία ο Βασίλης, μα τόσο βαριά ήτανε τα βλέφαρα του, που δε μπορούσε να τα βαστάξει ανοιχτά. Έκανε πάλι να δει το αντικρυνό παιδί και του φάνηκε πως σωριάζουνταν στο πάτωμα το άσπρο κορμάκι, μα δεν πρόφθασε να βεβαιωθεί. Ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο και τα μάτια του κλείσαν
μονάχα τους.
     Έξαφνα, μια λάμψη τον ξύπνησε· μπρος του στέκουνταν ένας γέρος ντυμένος στα κόκκινα και στα χρυσά. Τα γένια του ήταν μακριά και κάτασπρα και γύρω του χύνουνταν τόση ζέστη, που ο Βασίλης ξέχασε τα χιόνια και το βοριά. Κοίταξε το γέρο και τον ανεγνώρισε.
 -"Ο 'Αη Βασίλης!" έκανε μαγεμένος.
 -"Ναι, ο 'Αη-Βασίλης", είπε ο γέρος, "σ' άκουσα που 'λεγες πως δεν έρχομαι ποτέ σε σας και, βλέπεις, τώρα ήλθα". Τ' ορφανό τον κοίταξε μ' έκσταση. Ο 'Αη-Βασίλης γέλασε. "Λοιπόν πες μου", του είπε· "αύριο ξημερώνει Πρωτοχρονιά, που 'ναι εορτή μου και δική σου εορτή. Τί θες να σου χαρίσω";
     Ο Βασίλης έριξε μια ματιά στο αντικρινό παράθυρο. Η καντήλα είχε σβήσει κι αυτή· τόσο κρύο θα ήτανε τώρα κι εκεί μέσα...
 -"Θέλω, παρακαλώ, λίγη πίτα", είπε δειλά "και θέλω πάλι τη μάνα μου... Μα ίσως αυτό να είναι αδύνατο;" ρώτησε φοβισμένος λίγο για τη μεγάλη του απαίτηση.
 -"Τίποτα δεν είναι αδύνατο σήμερα", είπε ο 'Αη-Βασίλης "κι ό,τι ζητήσεις θα στο κάνω. Πίτες όσες θέλεις θα σου δώσω και τη μάνα σου θα τη ξαναδείς οπόταν θέλεις. Μα σκέψου, είναι και μερικά παιδιά που λαχταρούν την ελευθερία σου. Εσύ μπορείς τον κόσμον όλο να γυρίσεις, να ζήσεις όπως θες. Είσαι ακόμα μικρός κι ο κόσμος όλος είναι ανοιχτός μπροστά σου..."
 -"Αχ όχι, καλέ μου 'Αη-Βασίλη!" παρεκάλεσε ο μικρός. "Μόνο πάρε με στη μάνα μου! Και δωσ' μου λίγη πίτα και για κείνη, που δεν έχει φάγει τώρα τόσα χρόνια"!
 -"Καλά!" είπε ο 'Αη-Βασίλης με το καλό του χαμόγελο. "Σήμερα δε χαλώ κανενός χατήρι. Έλα να σε πάγω στη μάνα σου".
     Και τον πήρε ο 'Αη-Βασίλης στην αγκαλιά του και πέταξε ψηλά ψηλά, τόσο που περνούσε πάνω από τα ψηλότερα σπίτια κι έφυγαν.
     Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, την ώρα που χαρούμενες χτυπούσαν οι καμπάνες σ' όλες τις εκκλησιές της χώρας, βγήκε ο Νικόλας ο υπηρέτης, με μάτια κοκκινισμένα από τα κλάματα, στο χιονισμένο δρόμο.
     Χωμένο σε μια γωνιά της εξώπορτας του αντικρινού σπιτιού, είδε ένα παιδάκι που φαίνονταν να κοιμάται. Το σίμωσε, το άγγιξετο βρήκε παγωμένο. Το πήρε στην αγκαλιά του και το ανέβασε στο αρχοντόσπιτο, όπου μητέρα και πατέρας, πλάγι στο κρεβάτι του Βασιλάκη, κλαίγανε το πεθαμένο τους αγόρι.
     Μαζί τα ξάπλωσαν πλάγι-πλάγι, το χαδεμένο μονοπαίδι και το έρημο ορφανό.
     Πάνω στο τραπέζι, δυο κομμάτια πίτας ξηραίνονταν άγγιχτα, το κομμάτι του Βασιλάκη και το κομμάτι του Βασίλη.
     Πλάγι-πλάγι έθαψαν τα δυο παιδιά. Στον ένα τάφο είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα τ' όνομα του Βασιλάκη· ο άλλος τάφος δεν έχει όνομα.
     Κανένας δε γνώριζε το έρημο ορφανό.

Πηγή άρθρου:http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=1262

Enhanced by Zemanta

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Μη μου ρίχνετε άλλα λεφτά. Το 'βγαλα το μεροκάματο»


Ο Γιώργης Παπάζογλου, υιοθετημένος γιος του μεγάλου ρεμπέτη Βαγγέλη Παπάζογλου και της Αγγέλας, είναι ένας λαϊκός άνθρωπος. Ως οικοδόμος εργάστηκε μια ζωή. Εχει όμως στο DNA του το συγγραφικό ταλέντο.
Ο Παπάζογλου (κιθάρα) με παρέα μουσικώνΟ Παπάζογλου (κιθάρα) με παρέα μουσικών Απόδειξη ήταν το βιβλίο του «Ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης», από το οποίο προήλθε κι ο περίφημος μονόλογος της «Αγγέλας Παπάζογλου», μια μεγάλη και μακροχρόνια επιτυχία της Αννας Βαγενά.
Ο Γιώργης Παπάζογλου συνέχισε βέβαια να γράφει. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και το καινούργιο βιβλίο του «Τα χαΐρια μας εδώ», 585 σελίδων, με 33 κείμενα που εξιστορούν σταθμούς και περιστατικά της ζωής του Βαγγέλη, σαν να τα διηγείται ο ίδιος. Το βιβλίο περιλαμβάνει επίσης πλούσιο φωτογραφικό υλικό, τους στίχους από 156 τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου, άλλους στίχους σκόρπιους, τίτλους από παρτιτούρες, αλληλογραφία και διάφορα άλλα ντοκουμέντα. Ο Γιώργης το εξέδωσε, κατά τη συνήθη του πρακτική, σε πολύ περιορισμένα αντίτυπα «για φίλους» και ιδίοις εξόδοις. Το εισαγωγικό κείμενο έγραψε ο κοινωνιολόγος και μελετητής του ρεμπέτικου Δημήτρης Υφαντής. Ο ίδιος μας έστειλε και το κείμενό του, ένα πλήρες βιογραφικό του Βαγγέλη Παπάζογλου, δύο ανέκδοτα τραγούδια του, όπως και αποσπάσματα από τις εξιστορήσεις του Γιώργη για τον πατέρα του.
Γράφει, λοιπόν, ο Δημήτρης Υφαντής, συστήνοντάς μας το βιβλίο:
«Μίσος, έρωτας, αισθήματα, πίκρες, βάσανα και καϋμοί. Δεν μιλάω για χαρές, γιατί θέλω να σας μιλήσω για τον Βαγγέλη. Αλλος τρόπος να προχωρήσω την κουβέντα δεν υπάρχει. Θα τον τραγουδήσουμε λίγο, έτσι όπως σας κρατώ στα χέρια μου και στην καρδιά μου. Θ' ανέβουμε στον ουρανό και θα σεργιανίσουμε τ' όνειρο. Θα καταπιούμε το γέλιο... θα χορτάσουμε το φως...» αυτά μας υπόσχεται ο Γιώργης Παπάζογλου ο «καραγκιουλέ», γιος του Βαγγέλη, στα εισαγωγικά του τρίτου βιβλίου που εξέδωσε ο ίδιος με τον τίτλο «Τα χαΐρια μας εδώ» και θα λέγαμε ότι τηρεί την υπόσχεσή του και με το παραπάνω.
Για άλλη μια φορά εκπλήσσει, συγκινεί και προβληματίζει με τα 33 «μικρά λογοτεχνικά έργα», όπου μέσα από την εξιστόρηση της ζωής του Βαγγέλη Παπάζογλου ξεδιπλώνεται η ιστορία της προσφυγιάς και της Ελλάδας [...]
Η σχέση του με τη μουσική φαίνεται ότι ήταν μοναδική, αυτό το καταμαρτυρεί το γεγονός ότι δεν γνώριζε γράμματα, αλλά γνώριζε να γράφει και να διαβάζει μουσική. «Ο Βαγγέλης δεν ήταν κακογράφος, ούτε ανορθόγραφος. Απλά... δεν ήξερε γράμματα. Κι όταν αναγκαζόταν να καθαρογράψει από τις σημειώσεις του ένα τραγούδι, υπέφερε κυριολεκτικά» σημειώνει ο Γιώργης Παπάζογλου και συμπληρώνει: «Λαχτάρα ήτανε και ανάγκη να γράψει και χείμαρρος, που συνήθως όταν βρισκότανε σ' αυτό το αμόκ γραψίματος, έσβηνε με τη γομολάστιχα την αποκάτω μελωδία κι έγραφε από πάνω την καινούργια. 'Η ξεκινούσε απ' την κόλλα του πενταγράμμου από πάνω, έγραφε ένα τραγούδι, μετά γύριζε την κόλλα, έσβηνε το προηγούμενο τραγούδι και προχωρούσε το τωρινό. Αδιαφορώντας αν το προηγούμενο τραγούδι ήταν καλύτερο. Είχε ανάγκη να γράφει κι έγραφε». Τα παραπάνω, χωρίς περαιτέρω σχόλια, αρκούν για να περιγράψουν τον ιδιοφυή μουσικό Βαγγέλη Παπάζογλου».
Η ζωή του Βαγγέλη Παπάζογλου
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου γεννήθηκε στο χωριό Ντουρμπαλί κοντά στη Σμύρνη το 1897. Τα παιδικά του χρόνια τα ζει μετακινούμενος με τον πατέρα του, που ήταν σταθμάρχης στους σιδηροδρόμους. Βοηθά τον πατέρα του ως κοτσαδόρος. Αυτός ήταν κι ο λόγος που δεν τελείωσε το σχολείο παρά λίγες τάξεις του Δημοτικού.
Από μικρή ηλικία μαθαίνει μαντολίνο, κιθάρα, βιολί, μπάντζο και, μεγαλώνοντας, εντάσσεται στην Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα του Σιδερή γνωστής ως «Πολιτάκια», όπου μαθαίνει να διαβάζει και να γράφει μουσική σε παρτιτούρα. Το 1919 πηγαίνει εθελοντής στο στρατό και στη συνέχεια ως επιστρατευμένος πολεμά στην εκστρατεία στον Σαγγάριο. Με την οπισθοχώρηση, μέσω Σμύρνης, έφτασε στον Πειραιά.
Στην Ελλάδα εργάζεται ως επαγγελματίας μουσικός και το 1924 λειτουργεί δικό του καφενείο-ουζερί στις παράγκες της Κοκκινιάς. Τον ίδιο χρόνο γνωρίζει την Αγγέλα Μαρωνίτη, Σμυρνιά τραγουδίστρια, η οποία καταγόταν από οικογένεια μουσικών με μακρά παράδοση. Το 1927 παντρεύονται, εγκαθίστανται στην Κοκκινιά και υιοθετούν τον πρώτο ξάδερφο της Αγγέλας, τον Γιώργη.
Οι μουσικές γνώσεις και εμπνεύσεις του Βαγγέλη τον οδηγούν στην επανασύνδεση με τους παλιούς συναδέλφους του από τη Σμύρνη. Μπαίνει στη δισκογραφία γύρω στο 1934 και φωνογραφεί, πρωτότυπα και ανεπανάληπτα ως προς τη μουσική και το στίχο, τραγούδια όπως «Οι λαχανάδες», «Βάλε με στην αγκαλιά σου», «Η μπαμπέσα», «Η φωνή του αργιλέ», «Το παιδί του δρόμου», «Ο ξεμάγκας» κ.ά.
Με την επιβολή της λογοκρισίας, το 1937, επιλέγει την αποχή από τη δισκογραφία και ζει από την μουσική συχνά με περιοδείες ανά την Ελλάδα. Με την εισβολή των Γερμανών, «πενθεί» την υποδούλωση της χώρας με την άρνησή του να ανεβεί στο πάλκο και γίνεται παλιατζής. Τα τραγούδια, που εξακολουθεί να γράφει, τα χαρίζει σε φίλους και συναδέλφους μουσικούς. Πεθαίνει από την πείνα και τη φυματίωση το 1943.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Πολιτεία... «τίμησε» τον μεγάλο μουσικό, καταδικάζοντας την οικογένειά του και την, τυφλή από το 1929, Αγγέλα στην ανέχεια, με τις διώξεις του γιου του Γιώργη για την αντιστασιακή και πολιτική του δράση και με την ανοχή της λεηλασίας του έργου του από μουσικούς και δισκογραφικές εταιρίες.
Τα φωνογραφημένα τραγούδια στο όνομα του Βαγγέλη Παπάζογλου, στις 78 στροφές, ανέρχονται σε 24. Εντεκα είναι οι επανεκτελέσεις και διασώζονται επίσης και 4 αμανέδες με την Αγγέλα Παπάζογλου. *

Enhanced by Zemanta

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

Μια 'Ατακτη Ηλιαχτίδα...


Χατζηαλεξάνδρου ΠάτροκλοςΜια 'Ατακτη Ηλιαχτίδα... (Παραμύθι Με Εικόνες)



    Μια χειμωνιάτικη μέρα χάραξε. Μια όμορφη, μικρή, σκανταλιάρα Ηλιαχτίδα...

     ...ξυπνώντας, το πρωΐ, θέλησε να γνωρίσει το κόσμο. Έτσι, σηκώθηκε πίσω από τα βουνά, έπαιξε λιγάκι μαζί τους, μα 'κείνα σοβαρά-σοβαρά, την αποπήρανε.
-"Δεν έχεις τίποτε άλλο να κάμεις μικρή κι άταχτη Ηλιαχτίδα"; της είπαν αυστηρά! "Δε βλέπεις που 'χουμε πολλή δουλειάΝα πας αλλού να παίξεις", τηνε διώξανε μοχθηρά.

     Εκείνη, αποκαρδιώμενη, μα δίχως να χάσει καιρό, κατέβηκε χαμηλότερα και βάλθηκε να παίζει κρυφτό μεσ' στα κλαριά των δέντρων...

      ...και στα καταγάλανα νερά της θάλασσας. Τα κλαριά την υποδεχτήκανε μ' ενθουσιασμό και πεινασμένα για το φως της. Αρχίσαν να κουνιώνται ελαφρά, με το αεράκι, σα να της εκλείνανε το μάτι. Η θάλασσα, την υποδέχτηκε ριγώντας:
-"Καλώς τη μικρούλα Ηλιαχτίδα... Τι έξοχο ξύπνημα αλήθεια! Έλα μικρή μου, να ζεστάνεις λιγάκι τα νερά μου. Καιρό είχαμε να δούμε Ήλιου φως, μεσ' στο γερο-Χειμώνα"! της είπε χαμογελαστή και κούνησε τα κύματά της, χαιρετώντας τη.
     Παίξανε για κάμποσο, μα η μικρή μας, ήθελε να γνωρίσει κι άλλα μέρη και πέταξε, μακρύτερα. Καθώς έφευγε, η θάλασσα τη παρακάλεσε να ξανάρθει κι εκείνη, το υποσχέθηκε γελαστά και ζεστά.

     Τριγυρνώντας, είδε μια γάτα, που παραφυλούσεν, ένα μικρό πουλάκι. Πήγε και τις ανακάτεψε τα μουστάκια, της γαργάλησε τ' αφτιά και της χάλασε το κυνήγι. Εκείνη, εκνευρισμένη, τίναξε τα νύχια της, μα η Ηλιαχτίδα μας ήτανε πολύ γοργή και της ξέφυγε...

     ...και βρήκε, ένα πολύ όμορφο μέρος, κάτω από 'να μεγάλο δέντρο, για να κυλιστεί. Το δέντρο, τη δέχτηκε σιωπηλά μα κούνησε, τα κλαδιά του, αποδοκιμάζοντας τα παιδιακίστικα της καμώματα. Εκείνη τότε του χαμογέλασε κι η θέρμη της, έφτασε μέχρι τις ρίζες που 'χανε παγώσει από το κρύο! Της χαμογέλασε κι εκείνο και τη προέτρεψε να προσέξει, γιατί μερικοί άνθρωποι είναι κακοί.
-"Και τι μπορούνε τάχα να μου κάνουνε"; το ρώτησε περήφανα!
-"Μπορούνε να σε βάλουν φυλακή" της είπεν αυστηρά, μα σταμάτησεν απότομα...

     Η μικρούλα, βρήκε μυστικό δρομάκι, κάπου σ' ένα μαγικό, κρυφό χωριό και το περπάτησε, χαιδεύοντας τα πάντα γύρω. Τα ζουζούνια αρχίσανε να τραγουδάνε. Γέμισε με φως κι ήχους τούτη η μακρινή γωνιά. Ευχαριστήσανε το μικρό φως με τη καρδιά τους και της συστήσανε να μείνει μακριά από τη Μεγάλη Πόλη! Η Ηλιαχτίδα μας, άλλη μια φορά δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να ταξιδεύει γρήγορα...

     ...και να που βρέθηκε στη Μεγάλη Πόλη, που της είχανε πει ν' αποφύγει. Σκαρφάλωσε στο βουναλάκι για να κοιτάξει κάτω και να διαπιστώσει, αν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Δεν είδε τίποτε το περίεργο. Τότε πέρα, είδε πάλι τη θάλασσα και σκέφτηκε να πάει να τη ρωτήσει...

     ...και νάτη να χρυσίζει την επιφάνεια της φίλης της. Ξεχάστηκεν όμως παίζοντας, χωρίς να ρωτήσει και χωρίς να προσέξει. Αυτό ήτανε μοιραίο, γιατί κάποιο ειδικό δίχτυ, για σκανταλιάρες ηλιαχτίδες, την έπιασε στα βρόχια του.

     Η μικρή μας φίλη, βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, με τη κατηγορία της ενοχλητικής κι άκαιρης παρουσίας της πάνω στη γη, χειμώνα-καιρό. Πολλοί είπανε μετά, πως ο ίδιος ο γερό-Χειμώνας, είχε βάλει να τη πιάσουνε, μα δεν εξακριβώθηκε κάτι τέτοιο μ' ατράνταχτες αποδείξεις.
     Μέσα στο κελί της, άρχισε να μαραζώνει, μέχρι που άκουσε μια ψιλή φωνή να της λέει:
-"Εϊ ψιτ, μικρή Ηλιαχτίδα... Εδώ, εδώ κοίτα στο νεροχύτη. Μπορείς να χωθείς μέσα και να σε πάω στη μητέρα μου";
-"Ποιός τι και πού είσαι; Βγές να σε δω" είπε τρομαγμένη και παραξενεμένη, η κρατούμενη.
-"Δε μπορώ να βγω, είμαι το νερό που κυλά, μέσα από την αποχέτευση. Μ' έστειλε η Μητέρα μου η Θάλασσα, να σε βοηθήσω να βγεις και να σ' οδηγήσω, κοντά της, ωστε να λευτερωθείς" είπε πάλι η φωνούλα.
-"Μήτε κι εγώ, μπορώ να ζήσω χωρίς τον Πατέρα μου, τον Ήλιο, για πολύ ώρα! 'Αρα δε μπορώ να περάσω από κει που λες, γιατί θα σβήσω για πάντα. Αν πάλι μείνω εδώ μέσα, όταν ο Πατέρας μου δύσει, πάλι θα χαθώ", είπεν όλο στεναχώρια...
-"Τότε δεν έχεις να χάσεις τίποτε. Ξέρω καλά τον πιο σύντομο δρόμο, κλείσε τα μάτια, κράτησε την αναπνοή και το φως σου για λιγάκι κι εγώ θα σε βγάλω από 'δω μέσα. Έχε μου εμπιστοσύνη κι η Μητέρα μου θα με σκοτώσει, αν δε σε πάω κοντά της..."

     Έτσι κι έγινε! Κράτησε την αναπνοή της όσο βάσταξε, κράτησε και το φως της κι ότι είχεν αρχίσει να σβήνει ...βγήκε στην επιφάνεια, απ' άλλο σημείο. Τι χαρά που 'καμεν αλήθεια! Η θάλασσα, έμεινεν ακίνητη για να την υποδεχτεί. Η σκανταλιάρα, τρομαγμένη πια, Ηλιαχτίδα, ευχαρίστησε το νεράκι και τη Μητέρα του και μόλις συνήλθε κάπως, βάλθηκε να παίζει με τη φιλενάδα της, με νέο κέφι...

     Έπαιξε με τις βαρκούλες που 'τανε πιο πέρα, κρυβότανε πίσω από το κάθε τι κι αγνόησε τις πρώτες προτροπές του Πατέρα της, που τη καλούσε κοντά του -αγνοώντας τι είχε συμβεί-, γιατί ήταν ώρα για ξεκούραση κι ύπνο.

     Η θάλασσα, άρχιζε να ριγά, από το κρύο, που 'ρχότανε με τη νύχτα κι η άτακτη κάθισε πάνω στα κυματάκια να κολυμπήσει... Ο Πατέρας της, τη ξαναφώναξε, αυστηρά...

     Εκείνη που ν' ακούσει... Έβλεπε πως είχε περιθώριο κι ήθελε να το εξαντλήσει ολάκερο. Η θάλασσα άρχισε να της θυμώνει κι η ταραχή της φάνηκε...

     Ο Πατέρας της, τη φώναξε δυνατά:
-"Έλα λοιπόν μικρή σκανταλιάρα. Δε μένει πολύς χρόνος ακόμα... έλα και θα σε μαλώσω..." και μαζί του ήρθε να προσθέσει κι η θάλασσα το μάλωμα:
-"'Αντε μικρή μου κι αύριο πάλι μέρα του Θεού είναι. Έρχεσαι ξανά να παίξουμε..." κι η μικρή είδε πια πως δεν είχεν άλλα περιθώρια κι έτρεξεν αμέσως κοντά στο Πατέρα της.

     Το ίδιο βράδυ, ανάψαμε τη σόμπα γιατί έκανε κρύο. Μαζευτήκαμε όλοι γύρω της κι αρχίσαμε να λέμε ιστορίες... Μια ψιλή φωνούλα, μας διέκοψε και τρομάξαμε όλοι μας:
-"Εϊ ... τι όμορφα που 'ναι 'δω! Μα... καθόλου Φως..." Κοιτάξαμε παντού κι η φωνή ερχόταν από τη σόμπα. Ίσως κανένα ξεχασμένο κομματάκι της μικρής άτακτης Ηλιαχτίδας, είχε ξεμείνει πίσω κι έφεγγε μέσα από 'κει, περιμένοντας ανυπόμονα να ξημερώσει και να τρέξει στο Μπαμπά της...
     Εκείνη τη νύχτα του γερο-Χειμώνα, καληνυχτιστήκαμε ζεστά κι είδαμε όμορφα όνειρα, μέχρι το πρωΐ...

Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Λαϊκό Παραμύθι



Η λέξη «μύθος» σημαίνει στοματικός λόγος, σήμερα όμως δηλώνει τον αφηγηματικό λόγο με θέμα μια εντυπωσιακή ιστορία, ίσως φανταστική, με ήρωες από την ιστορία, την ανθρώπινη κοινωνία ή και την κοινωνία των ζώων. Έτσι έχουμε μύθους για την κοσμογονία ή τους μύθους του Αισώπου. Στην Ελληνική λαογραφία, οι μύθοι έχουν αλληγορική σημασία και θέλουν να διδάξουν ή να παραδειγματίσουν. Οι πρωταγωνιστές μπορεί να είναι μόνο ζώα, ή μόνο άνθρωποι ή και άνθρωποι και ζώα.
Τα παραμύθια είναι οι λαϊκές διηγήσεις. Ότι είναι στη λογοτεχνία το μυθιστόρημα, είναι στη λαογραφία το παραμύθι. Είναι μεγάλοι περιπετειακοί μύθοι με κέντρο τον άνθρωπο και φανταστικά και μεταφυσικά στοιχεία όπως δράκους, μάγισσες και φτερωτά άλογα. Έτσι έχουμε τα μυθικά ή ξωτικά παραμύθια, τα διηγηματικά ή κοσμικά, τα θρησκευτικά η Συναξαρικά παραμύθια και τα ευτράπελα ή σατιρικά. Τα νεοελληνικά παραμύθια, ψυχαγώγησαν στους αιώνες της κλειστής ζωής του, το λαό.
Παράλληλα με τους μύθους και τα παραμύθια, θα βρούμε και τα αστειολογήματα ή αλλιώς τις ευτράπελες ιστορίες που σατίριζαν επαγγέλματα, χαρακτήρες, ή ειρωνεύονταν τρόπους: την ψευτιά, τη φιλαργυρία, την τεμπελιά, κλπ. ή ακόμα και την καταγωγή. Πριν ακόμα γίνουν γνωστά τα ανέκδοτα για τους Πόντιους, σειρά είχαν πάρει οι περισσότεροι νησιώτες π.χ. Κεφαλλονίτες και Χιώτες, οι κάτοικοι «αντίπαλων» χωριών, κλπ.. Μαζί με όλα αυτά, σας έχουμε και κάποια αινίγματα και παροιμίες, για να θυμηθούν οι παλιότεροι και να τα γνωρίσουν οι νέοι:

ü      Η νεράιδα και το μαντήλι της
Ήταν μια φορά ένας πολύ ωραίος νέος και πολλά κορίτσια ήθελαν να τον πάρουν άντρα, μα αυτός δεν ήθελε να πάρει καμία από τις γυναίκες του κόσμου, μόνο ήθελε να πάρει νεράιδα. Και οι νεράιδες τον ενοστιμεύονταν και πολλές φορές έρχονταν και το επείραζαν. Εδοκίμασε πολλές φορές να πλησιάσει καμία από δαύτες, αλλά ποτέ δεν το κατόρθωσε. Το λοιπόν, μια μέρα ρώτησε μια γριά μπαμπόγρια, τι πρέπει να κάνει για να πάρει μια απ’ τις νεράιδες γυναίκα. Και η γριά του είπε: «σαν έρθουν οι νεράιδες να σε πειράξουν και θα σου μιλούν, συ κοίταξε πως θα πάρεις μιανής το μαντήλι. Κι α’ θέλεις να μένει πάντα μαζί σου και να μη σου φύγει ποτέ, πρέπει να βάλεις το μαντήλι στο φούρνο και να το κάψεις. Αλλά μπορεί όμως και να πεθάνει από τη λύπη της αν το κάμεις αυτό. Για τούτο, το καλύτερο είναι να το κρύψεις. Μα να προσέχεις μη σε γελάσει και σου ξαναπάρει το μανήλι. Έτσι θα σ’ ακολουθήσει όπου κι αν πας».
Όταν λοιπόν ήρθαν πάλι οι νεράιδες και τον πείραζαν, εκεί που του μιλούσαν, εχύθει αυτός απάνω σε μία και τη στιγμή που πήγε αυτή να πετάξει στον αέρα, της έπεσε το μαντήλι της και τ' άρπαξε εκείνος και το ‘χωσε στον κόρφο του. Η νεράιδα τον παρακαλούσε να της το δώσει πίσω και του λέγε: «Δώσ’ μου Γιάννη το μαντήλι! Δώσ’ μου το καημένε και γω να κάμω ότι θέλεις». Ο νέος όμως δεν της έκαμε τη χάρη και της είπε μονάχα πως θέλει να την πάρει γυναίκα. Οι άλλες νεράιδες πέταξαν στον αέρα και εχάθηκαν. Αυτή δεν μπορούσε πλιό να πετάξει κι έμεινε με το Γιάννη. Την επήγε λοιπόν αυτός στο σπίτι του, την παντρεύτη κι έκαμε παιδιά με δαύτη.
Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη και στενοχωρημένη, και σε καμιά γιορτή και σε κανένα πανηγύρι δεν ήθελε ν’ αλλάξει φορέματα και να στολιστεί και να κάμει ότι κάνουν οι άλλες γυναίκες. Ο Γιάννης που έβλεπε το μαράζι της γυναίκας του, ελυπότανε πολύ. Και μια μέρα που ήταν γιορτή και πήγαιναν όλοι στο χορό όξω από το χωριό, και η νεράιδα ζητούσε με τα κλάιματα το μαντήλι από τον άντρα της, τη συμπόνεσε εκείνος και ήθελε να της το δώσει. Μόνο εφοβόταν μην του φύγει όταν θα το πάρει και γι’ αυτό της είπε: «Σ’ το δίνω να πας στο χορό, μόνο πρέπει να μου τάξεις πως θα γυρίσεις στο σπίτι και δεν θα φύγεις, αλλιώς δεν θα σ’ το δώσω». Του το έταξε και του είπε μάλιστα: «Τώρα πλιό να σ’ αφήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, και που έχω καμωμένα παιδιά με σένα;». Έτσι της το ‘δωσε το μαντήλι και αυτή άλλαξε τα φορέματά της και στολίστηκε. Και με μιας έλαμψε το σπίτι από την ομορφιά της γιατί σα νεράιδα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στην ομορφιά. Πήγε λοιπόν στο χορό και άστραψε ο τόπος και όλοι όσοι ήσαν εκεί να κοιτάζουν και ν’ αφήνουν το θάμα τους. Και αυτή πήγε μπρουστέλα στο χορό και με μια ψιλή και γλυκιά φωνή άρχισε να λέει ένα τραγούδι πο’ ‘σκιζε την πέτρα και μάραινε καρδιές. Και σαν έκαμε τρεις γύρους στο χορό, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε το μαντήλι της κι έκαμε μια «Ι, ι, ι!» και πέταξε στον αέρα για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθηκε. Κι έτσι ο Γιάννης έχασε τη γυναίκα του.
ü      Ο ποντικός κι ο βάτραχος
Μια φορά ένας ποντικός είπε σ’ ένα βάτραχο να κάμουνε φίλια. ‘Ο βάτραχος δέχτηκε, αλλά σκέφτηκε να γελάσει με τον ποντικό, και του ‘πε να δεθούνε κι οι δυο μ’ ένα βούρλο από τα ποδάρια. Δέχτηκε ο ποντικός και δεθήκανε. Περπατούσανε μαζί σα φίλοι, μα σε μια στιγμή, καθώς περνούσανε πάνω από μία λίμνη, ο βάτραχος πήδησε ξαφνικά στο νερό, για να συνεπάρει και τον ποντικό και να γελάσει με το πάθημα του. Ό ποντικός δεν ήξερε να κολυμπάει και πνίγηκε. Ετουμπάνιασε κι ανέβηκε στο νερό. Τον είδε από ψηλά ένα γεράκι που πέρναε, και βούτηξε να τον πάρει. Ό βάτραχος όμως, που ήταν δεμένος μαζί του, σηκώθηκε κι αυτός στον αέρα κι έγινε κι αυτός καλός μεζές στο γεράκι. Ποιος του ‘πε να σκεφτεί κακό για το σύντροφό του;
ü      Γαμπρός κεραμιδάς, γαμπρός περιβολάρης
Μια φορά ένας είχε δύο γαμπρούς, έναν κεραμιδά κι έναν περιβολάρη. Μια μέρα αποφάσισε να πάει να τους δει. Εκεί που ρώταγε τον καθένα πως περνάει, ο περιβολάρης του έλεγε: «Αν δε βρέξει, θα με πάρει ο διάβολος, γιατί θα ξεραθεί το περιβόλι μου». Ο άλλος έλεγε: «Αν βρέξει, θα με πάρει ο διάβολος γιατί δεν θα ξεραθούν τα κεραμίδια μου». Όταν γύρισε στο σπίτι του, τον ρωτάει η γυναίκα του: «Τι κάνουν οι γαμπροί μας;» Και της απαντά: «Βρέξει δε βρέξει, κάποιον θα πάρει ο διάβολος από τους δύο».
ü      Το κρασί
Σαν ήκαμεν ο Θεός τον κόσμο, ηδιαλογηθήκενε να ρωτήξει την άλλη μέρα όλα τα πλάσματα πώς τόνε φαίνεται, κι αν έχει κανένα κουσούρι, να το σιάξει. Το ‘μαθεν ο Διάβολος και βρίσκει μονομιάς τον πετεινό και το γουρούνι και τα ρωτά: «Πώς σας φαίνεται ο κόσμος;». Λέει: «Καλός». «Ένα πράμα, καμένα, του λείβγεται: μια ρίζα χαμηλή, που κάνει πολλές απολλές ρώ’ες, κολλημένες σ’ ένα τσάμπουρο, γλυκές – σταφύλι τσι λένε. Πίνεται και ζουλιστό κι είν’ ακόμη πιο γλυκό. Μον’ αύριο, σα σας ρωτήξει ο Θεός, να του το πείτε». Την άλλη μέρα συγκαλεί ο Θεός όλα τα ζα και τα ρωτά για τον κόσμο. Όλα από μικρά ως με’άλα, λέει: «Καλός». Λέ': «Αμέ σεις, πετεινέ και γουρούνι, που κάθεστε χώρια, σαν από μια επαρχία, δεν μιλείτε, μόνου κάθεστε συλλοϊστά;». «Ίντα α σου πούμενε, δημιουργέ; Όλα καλά και άξια. Έναν ντεντρουλάκι μικρό λείβγεται, που κάνει στρόγγυλες ρώ’ες και τσι στύβουνε και γίνεται το κρασί.». Ο Θεός αμέσως είπενε: «Γενηθήτω άμπελος και κλήμα, όποιος δεν πιει καθόλου, να’ χει την κατάρα μου, όποιος παραπιεί, να κάνει του πετεινού τα μυαλά και του γουρουνιού τη μούρη».
ü      Γιατί ο γάιδαρος κατουρεί όπου βρει νερό
Οι γάιδαροι έκαμαν παράπονα στο Θεό, γιατί να είναι τόσο περιφρονημένοι από τους ανθρώπους και να μη τους δίνουν παρά μόνο κλήματα για φαγί. Τότες ο Θεός τους είπε ότι θα τους δώσει πολλά καλά, και τη μιλιά ακόμα, άμα με το κάτουρο τους κάνουν ποτάμι. Για τούτο, όπου ιδούν νερό τρεχούμενο, νομίζουν ότι είναι από τα άλλα γαϊδούρια, και κατουρούν για να αβγατίσει και να γίνει ποτάμι.
ü      Ο σκαντζόχοιρος κι η αλεπού
Μια φορά συνεννοηθήκανε ο σκατζόχερας με την αλεπού: «Ξέρεις κανένα ψέμα», του λέει, «να πάμε να κλέψουμε σταφύλια;» «Ξέρω», της λέει. «Εσύ;» «Ου, ξέρω κι εγώ πολλά!…» Πάνε να κλέψουνε, πιάνεται στο δόκανο η αλεπού. «Τι ψέμα, θα μου πεις, να γλιτώσω;» ρωτάει το σκατζόχερα. «Να κάμεις τη ψόφια», της λέει εκείνος. Έρχεται τ ‘αφεντικό, βλέπει ψόφια την αλεπού, τη βγάνει από το δόκανο και την πετάει. Αμολιέται εκείνη, γλίτωσε… Ξαναπάνε, έπειτα από μέρες, για σταφύλια. Τώρα πιάστηκε στο δόκανο ο σκατζόχερας. «Έλα», λέει της αλεπούς, «να μου πεις ένα ψέμα να σωθώ!». «Τώρα», του λέει αυτή, «τα ξέχασα όλα!». «Καλά», της λέει ο σκατζόχερας, «έλα τουλάχιστο πριν πεθάνω, να σου πω ένα μυστικό στ’ αυτί». Πάει εκείνη κοντά την δαγκώνει δυνατά στ’ αυτί της ο σκατζόχερας, που να φύγει!.. Όσο που ήρθε τ’ αφεντικό, άρπαξε την αλεπού και τη λιάνισε στο ξύλο. Το σκατζόχερα τον άφησε και γλίτωσε.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

Και εποίησεν πατατο-μελιτζανόδεντρο


Μπορεί σε ένα δέντρο να καλλιεργηθούν πατάτες; Ανατρέποντας θεωρίες, αλλά και επιστήμονες, ένας πολιτικός μηχανικός και αγρότης από το Ρέθυμνο απέδειξε ότι αυτό είναι εφικτό: μπόλιασε πατάτες σε ένα δέντρο στην περιοχή του Μασταμπά και δεν το μετάνιωσε.
Δέντρο «αντισυστημικό» το βάφτισε ο δημιουργός του Μανώλης Ηλιάκης,  που δηλώνει «πολίτης  του κόσμου»Δέντρο «αντισυστημικό» το βάφτισε ο δημιουργός του Μανώλης Ηλιάκης, που δηλώνει «πολίτης του κόσμου»Το εγχείρημά του πέτυχε. Τώρα ο επισκέπτης βλέπει τις πατάτες να κρέμονται, έτοιμες για κατανάλωση. Και όχι μόνον αυτό. Στο ίδιο δέντρο καλλιεργεί ντομάτες, μελιτζάνες, αλλά και πιπεριές! Αλλά και χόρτα: βλίτα και στύφνο.
Ο δημιουργός του, Μανώλης Ηλιάκης, ο οποίος δηλώνει «πολίτης του κόσμου», το χαρακτηρίζει δέντρο «αντισυστημικό», δίνοντας και πολιτική προέκταση στο εγχείρημά του.
Το δέντρο ανήκει στην κατηγορία «σολάνο», μοιάζει με μεγάλη μελιτζανιά και είναι συμβατό με τις οικογένειες που έχουν μπολιαστεί σ' αυτό. Οπως σημειώνει ο Μανώλης Ηλιάκης, ο οποίος υπογράφει ως «ένας πολίτης του κόσμου», «το δέντρο αυτό το έχω ονομάσει αντισυστημικό και θα εξηγήσω παρακάτω γιατί. Θα ήθελα όμως να προλάβω μη βιαστεί κανένας και σκεφτεί ότι το να καταφέρει κάποιος να καλλιεργήσει πατάτες πάνω σε δέντρο είναι βιασμός της φύσης ή μετάλλαξη ή έργα του διαβόλου. Το δέντρο αυτό είναι σολανοειδές και είναι συμβατό με τις οικογένειες που έχουν μπολιαστεί πάνω του. Οπως ακριβώς μπολιάζουμε μια άγρια αχλαδιά ή την ελιά κ.τ.λ. με διάφορες άλλες ποικιλίες, ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με το αντισυστημικό δέντρο».
«Προσπάθησα -συνεχίζει- σε συνεργασία με τη φύση να καταφέρω αυτό που για την επιστήμη φαινόταν ακατόρθωτο. Οταν σκέφτηκα σε αυτό το δέντρο, εκτός από ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές, βλίτα, στύφνο κ.τ.λ., να έχω και παραγωγή πατάτας, όλοι οι γεωπόνοι μού το απέκλεισαν».
Για την πολιτική διάσταση στο εγχείρημά του ο κ. Ηλιάκης τονίζει: «Οπως φαινόταν ακατόρθωτο να παραχθεί πατάτα από το δέντρο, έτσι προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι ακατόρθωτο να αλλάξουμε αυτό το σάπιο σύστημα. Σπάστε τα οδοφράγματα που μας έχουν βάλει στη σκέψη μας, αφήστε τη φαντασία να δημιουργήσει έξω από τα πλαίσια που θέλει το σύστημα, ελάτε να ενώσουμε τη δύναμή μας, να φτιάξουμε έναν άλλον κόσμο, αδελφωμένο, ειρηνικό, δημιουργικό για το σύνολο, να διαφυλάξουμε την αρμονία στη φύση χωρίς μεταλλαγμένα, χωρίς φυτοφάρμακα, χωρίς πλαστικά και πλαστικοποιημένες τροφές, χωρίς καρκίνους και ραδιενέργειες».

http://www.enet.gr/?i=news.el.ecoenet&id=295110
Πηγή άρθρου:  

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΣ... Αγανακτισμένος ετών 94!


ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΣ... Αγανακτισμένος ετών 94! «Με αυτόν τον τρόπο συστήνουν τα διεθνή μίντια τον Χοσέ Λουίς Σαμπέδρο, τον Καταλανό εμπνευστή των Ισπανών «Indignados».
Ο Χοσέ Λουίς Σαμπέδρο έχει καταφέρει να συγκεντρώσει με αρμονία δύο παράταιρες για πολλούς ιδιότητες: οικονομολόγος και ανθρωπιστής»...
Η Δήμητρα Αθανασοπούλου στη «Δημοκρατία»:
- «Επιχειρηματολογεί υπέρ των διαδηλώσεων και υπέρ της κατάργησης του ισχύοντος πολιτεύματος, που, αν και δημοκρατία, δεν είναι δημοκρατικό. Εκείνος πιστεύει άλλωστε σε μια συμμετοχική δημοκρατία. Γι' αυτό προσκαλεί τους Ευρωπαίους σε μια ειρηνική επανάσταση στα χνάρια του Μαντέλα και του Λούθερ Κινγκ. Κάνει λόγο για "Αγανάκτηση δίχως βία". Αλλωστε, όπως επισημαίνει, "η αγανάκτηση κυοφόρησε κάποτε την αντίσταση στον ναζισμό. Σήμερα η αγανάκτηση θα κυοφορήσει την αντίσταση στη δικτατορία των αγορών».
- «Είναι συνομήλικος του Γάλλου ομοϊδεάτη του Στέφαν Εσέλ. Αγαπημένο μότο; "Η ανθρωπότητα εξελίχθηκε πολύ στην τεχνολογία αλλά λίγο στη σοφία και στον ανθρωπισμό"».
* ΑΡΙΣΤΕΙΣ... «Δεκατέσσερις κρατούμενοι μαθητές του γυμνασίου που λειτουργεί μέσα στις φυλακές Διαβατών Θεσσαλονίκης διακρίθηκαν -και ορισμένοι αρίστευσαν- σε διεθνή διαγωνισμό μαθηματικών στον οποίο έλαβαν μέρος συνολικά 43 χώρες από όλο τον κόσμο. Στον ίδιο διαγωνισμό -σημειώνει στο "Εθνος" η Γκέλυ Αλμαλιώτου-Καλαμπαλίκη- συμμετείχαν και μαθητές από δημόσια σχολεία, αλλά και από γνωστά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια της Ελλάδας».

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ ΜΕ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ. ΟΙ ΦΗΜΕΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ.





Στήσαν χορό παραπληροφόρησης τα γνωστά ανεμιστηράκια λάσπης του διαδικτύου εξ αιτίας μιας κοινωνικής συνεύρεσης  μεταξύ του Προέδρου του ΛΑ.Ο.Σ κ. Γιώργου Καρατζαφέρη και του πρώην Πρωθυπουργού κ. Κ.Καραμανλή. Η συνάντηση έγινε στο Κτήμα Νάσιουτζικ όπου παρέθετε γεύμα ο γιός του γνωστού Ορθοπεδικού κ. Βασίλη Μπιτούνη και ήταν καλεσμένοι εκτός των άλλων και οι δύο πιο πάνω πολιτικοί.  (Σχετικα:και ΕΔΩ). Μέχρις εδώ μια χαρά η είδηση. Άρχισαν όμως τα διαδικτυακά παπαγαλάκια για κάνουν... οχτάρια, με το μυαλό (;) τους και  επι εσφαλμένης βάσεως να υψώνουν πύργους σεναρίων και πικρόχολων σχολίων. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ: Επικοινωνήσαμε .... δεόντως    και προέκυψε η εξής δήλωση: "Οντως η συνάντηση έγινε, αλλά πέραν της κοινωνικής , τυπικής συναντήσεως ΟΥΔΕΝ άλλο συζητήθηκε ". Η πιο πάνω δήλωση προέρχεται, απο κύκλους του Προέδρου του ΛΑ.Ο.Σ και δεν σηκώνει καμία αμφισβήτηση, πιθανόν θα εκδοθεί και ανάλογο δελτίο τύπου.ΕΔΩ

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

H AΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ


Στήσαν χορό παραπληροφόρησης τα γνωστά ανεμιστηράκια λάσπης του διαδικτύου εξ αιτίας μιας κοινωνικής συνεύρεσης  μεταξύ του Προέδρου του ΛΑ.Ο.Σ κ. Γιώργου Καρατζαφέρη και του πρώην Πρωθυπουργού κ. Κ.Καραμανλή. Η συνάντηση έγινε στο Κτήμα Νάσιουτζικ όπου παρέθετε γεύμα ο γιός του γνωστού Ορθοπεδικού κ. Βασίλη Μπιτούνη και ήταν καλεσμένοι εκτός των άλλων και οι δύο πιο πάνω πολιτικοί.  (Σχετικα:ΕΔΩ  και ΕΔΩ). Μέχρις εδώ μια χαρά η είδηση. Άρχισαν όμως τα διαδικτυακά παπαγαλάκια για κάνουν... οχτάρια, με το μυαλό (;) τους και  επι εσφαλμένης βάσεως να υψώνουν πύργους σεναρίων και πικρόχολων σχολίων. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ: Επικοινωνήσαμε .... δεόντως    και προέκυψε η εξής δήλωση: "Οντως η συνάντηση έγινε, αλλά πέραν της κοινωνικής , τυπικής συναντήσεως ΟΥΔΕΝ άλλο συζητήθηκε ". Η πιο πάνω δήλωση προέρχεται, απο κύκλους του Προέδρου του ΛΑ.Ο.Σ και δεν σηκώνει καμία αμφισβήτηση, πιθανόν θα εκδοθεί και ανάλογο δελτίο τύπου.

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

NTOKOYMENTO ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΟΛΩΝ. ΠΟΣΟ ΠΙΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΗΤΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟ 410πχ. Της Αγγελικής Νιαροπέτρου

(ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟ)
Αυτό το Ψήφισμα είναι το τελευταίο που έχει διασωθεί απο το αρχείο του αείμνηστου Ευάγγελου Γιαννόπουλου. Είχε παραδώσει δυο τρία, σε έμπιστα πρόσωπα, με την εντολή, όταν κινδυνεύσει η Πατρίδα να το δημοσιοποιήσουν. Νομίζω ότι τον καιρό αυτό πραγματικά  η Ελλάδα διατρέχει τον ΥΨΙΣΤΟ κίνδυνο από υπάρξεώς της. Οι "αγώνες" των αιώνιων εχθρών της πλησιάζουν στην "ολοκλήρωσή" τους.
Διανύουμε τις εφιαλτικότερες μέρες όπου οι εντολοδόχοι για την διάλυση του Έθνους, βρίσκονται ένα βήμα πριν την .... επιτυχία τους.
Με πρόσχημα την Ελληνική πτώχευση αφελληνίζουν το λαό, απαξιώνουν τις αντιστάσεις του, τον ρίχνουν την δυστυχία ώστε να καταστεί ακίνδυνος στην επερχόμενη λεηλασία εδαφών και φυσικού πλούτου.
Δεν είναι τυχαία η στήριξη Ομπάμα στον εντολοδόχο του Παπανδρέου , ούτε και η επικείμενη άφιξη της Χίλαρι Κλίντον, είναι τα κοράκια που "επιθεωρούν" το πτώμα της Ελλάδος πριν το κατασπαράξουν.
Αρα λοιπόν αυτή είναι η καταλληλότερη χρονική στιγμή δημοσιοποίησης του πριν 2420 χρόνια ψηφίσματος του Δημόφαντου.
Υ.Γ. Μέχρι το 2000, ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος είχε τυπώσει σε ειδικό χαρτί παπύρου και καδράρει πάνω από 200 αντίτυπα και τα είχε δωρίσει σε Υπουργούς , Βουλευτές και κόμματα. Άραγε υπάρχει ακόμα κάποιος που εκτιμώντας την αξία του, το έχει ακόμα;
Αγγελική Νιαροπέτρου 

Δέλτα Πηνελόπη





                     Βιογραφικό

     Η μεγαλύτερη μορφή της νεοελληνικής παιδικής λογοτεχνίας. Κόρη του εθνικού ευεργέτη Εμμανουήλ Μπενάκη, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια όταν ο Ελληνισμός ανθούσε στην κτισμένη από το Μ. Αλέξανδρο μεγαλούπολη της Αιγύπτου.
     Γεννήθηκε το 1874 στην Αλεξάνδρεια κι ήταν το 3ο παιδί τουΕμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Είχε μεγαλύτερα αδέλφια, την Αλεξάνδρα και τον Αντώνη, το γνωστό "Τρελαντώνη" του ομώνυμου βιβλίου της. Μετά τη γέννησή της ακολούθησαν άλλα 3 παιδιά, οΚωνσταντίνος (που πέθανε σε ηλικία ετών), ο Αλέξανδρος κι η Αργίνη.
     Η οικογένεια μετακόμισε προσωρινά στην Αθήνα το 1882, όπου ηΠηνελόπη παντρεύτηκε τον πλούσιο Φαναριώτη βαμβακέμπορο Στέφανο Δέλτα. Μαζί του απέκτησε 3 κόρες: τη Σοφία (μετέπειτα Μαυροκορδάτου), τη Βιργινία (μετέπειτα Ζάννα) και την Αλεξάνδρα (μετέπειταΠαπαδοπούλου). Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το 1905, όπου γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τότε υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται ένας μεγάλος έρωτας, εκείνη όμως δε μπορεί ν' αντιταχθεί στις κοινωνικές επιταγές και την υποχρέωσή της απέναντι στο σύζυγο και τα παιδιά της. Η πλατωνική αυτή σχέση της με τον Δραγούμη τελειώνει το 1908, όταν αυτός συνδέεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
     Αργότερα έζησε ένα διάστημα στη Φρανκφούρτη στη Γερμανία (1906-1912). Τον καιρό εκείνο στη τουρκοκρατούμενη ακόμα Μακεδονία μας διεξαγόταν ο Μακεδόνικος Αγώνας που έληξε ένδοξα με την απελευθέρωση της το 1912. Εκείνη την κρίσιμη για την πατρίδα μας εποχή ζώντας σε ξένη γη η λογοτέχνιδα εξέδωσε στο Λονδίνο τα πρώτα παλλόμενα από αγνό πατριωτισμό παιδικά βιβλία της: "Για Τη Πατρίδα"  (Λονδίνο 1909 -με εικονογράφηση του Νικηφόρου Λύτρα) μαζί με το παραμύθι "Η Καρδιά Της Βασιλοπούλας", "Παραμύθι Χωρίς Όνομα" (Λονδίνο 1910 -μια αλληγορία για το δυναμισμό του νέου Ελληνισμού), "Στον Καιρό Του Βουλγαροκτόνου" (Λονδίνο 1911 - μεγάλο ιστορικό αφήγημα από τον καιρό της δόξας του Βυζαντίου).
     Το 1915 εκδίδει στην Αθήνα τα "Παραμύθια Και 'Αλλα". Από το 1916, ενώ μαινόταν ο Α' Παγκ. Πόλ. (1914-1918), εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα. Εδώ βρισκόταν από το 1910 κι ο πατέρας της κι είχεν ήδη διατελέσει ΒουλευτήςΥπουργός και το 1914-1916 Δήμαρχος Αθηναίων. Αυτός χάρισε στην Αθήνα τη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη, τοΝοσοκομείο Ερυθρού Σταυρού, το Δημοτικό Σταθμό Πρώτων Βοηθειώνκι άλλα κοινωφελή ιδρύματα. Ανέπτυξαν στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο και προσκαλούσαν συχνά στην εξοχική τους οικία στηΚηφισιά.
     Η κόρη του εθνικού ευεργέτη πρόσφερε στο Έθνος μεγαλύτερη ευεργεσία από τον πατέρα της με τα υπέροχα παιδικά βιβλία που χάρισε σταΕλληνόπουλα, τη χρυσή ελπίδα του Έθνους και μ' αυτά ενέπνευσε σε αναρίθμητες παιδικές ψυχές αισθήματα ευγένειας, ανθρωπισμού και πατριωτισμού. Μ' αυτά τους εμφύτευσε εθνική υπερηφάνεια για ό,τι ωραίο πρόσφερε ο Ελληνισμός στην ανθρωπότητα και βαθειά αγάπη προς τις αθάνατες αξίες της ελληνοχριστιανικής κληρονομιάς μας.
     Το 1921 εκδίδονται τα διηγήματα "Τ' Ανεύθυνα" (Ψυχές παιδιών -Για γονείς και δασκάλους), το 1925 "Η Ζωή Του Χριστού" (με βάση τις πληροφορίες των Ευαγγελιστών, εμπλουτισμένες με ιστορικές και γεωγραφικές γνώσεις της εποχής και του περιβάλλοντος του Χριστού), το1934 "Ο Μάγκας" το 1937 το ιστορικό αφήγημα "Τα Μυστικά Του Βάλτου" (από το Μακεδόνικο Αγώνα). Παιδαγωγικού περιεχομένου είναι το βιβλίο της: "Στοχασμοί Για Την Ανατροφή Των Παιδιών Μας" (για γονείς και δασκάλους). Τα βιβλία της αγαπήθηκαν και διαβάστηκαν πολύ, όπως αποδεικνύεται κι από τις πολυάριθμες επανεκδόσεις τους.
     Ζούσε με πλήρη συνέπεια προς τις αρχές που διακήρυσσε: "Πρόσεχε, μην είναι θεωρητικές οι σκέψεις σου. Πρόσεχε, μη και δεν τις εφαρμόζεις στη ζωή". Είχε οργανώσει στο σπίτι της ιατρείο για τους φτωχούς κι αγωνιζόταν να τους ανακουφίζει οικονομικά. Ο σύζυγος της Στέφανος Δέλταςδιακρίθηκε για τη μεγάλη συμβολή του στην επίλυση των προβλημάτων του1,5 εκατομμυρίου προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Διορίσθηκε το 1923 μέλος της 4μελούς (από έναν Αμερικανό, ένα Αγγλοκαι δύο ΈλληνεςΕπιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, που ιδρύθηκε τότε και μες στα επόμενα έτη επιτέλεσε τεράστιο έργο.
             
     Εκείνα όμως τα έτη άρχισε ένα προσωπικό πρόβλημά της. Από το 1925, τη χρονιά που πρωτοδημοσίευσε τη "Ζωή Του Χριστού", άρχισε η ίδια να σηκώνει το σταυρό μιας ασθένειας που την άφησε μισοπαράλυτη. Το 1929, ξεκίνησε τη συγγραφή της 3λογίας "Ρωμιοπούλες", η οποία τελείωσε το1939. Το 1ο βιβλίο, "Το Ξύπνημα", καλύπτει γεγονότα των ετών 1895-1907, η "Λάβρα" καλύπτει τα έτη 1907-1909 και το "Σούρουπο" τα έτη1914-1920. Στο μεταξύ είχεν εκδώσει τον "Τρελαντώνη", το 1932.
     Το 1941, ο Φίλιππος Δραγούμης, της εμπιστεύεται τα ημερολόγια και το αρχείο του αδερφού του, Ίωνα, στα οποία η Δέλτα πρόσθεσε περίπου1000 χειρόγραφες σελίδες με σχόλια για το έργο του. Στις 27 Απριλίου 1941, τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Αθήνα κι υψώνουν στην Ακρόπολη τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Η Πηνελόπη Δέλτααυτοκτονεί στις 2 Μάη 1941, παίρνοντας δηλητήριο -είχανε προηγηθεί κι άλλες απόπειρες αυτοκτονίας στο παρελθόν- μην αντέχοντας τον πόνο για την κατάκτηση της πατρίδας μας. Στον τάφο της, στον κήπο του σπιτιού της, χαράχτηκε η λέξη ΣIΩΠH.
     Μετά το θάνατο της εξεδόθη από τον Ξ. Λευκοπατρίδη σε ογκώδη τόμο "Η Αλληλογραφία Της Π.Σ. Δέλτα 1903-1940", όπου παρελαύνουν εξέχοντα πρόσωπα της πολιτικής, των γραμμάτων και των επιστημών κι όπου εκφράζονται ολοζώντανα οι ιδέες και τάσεις που χαρακτήριζαν τότε την ελληνική διανόηση και πολιτική.
     Σήμερα, τόσα χρόνια μετά το θάνατο της μεγάλης λογοτέχνιδας, τα βιβλία της διαβάζονται με την ίδια αγάπη.

--------------------------------------------------------------------------------------

     Μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, χωμένο στη γωνία μιας εξώπορτας, κάθουνταν ένα αγοράκι και κοίταζε το αντικρινό φωτισμένο παράθυρο. Είχε νυχτώσει νωρίς, και το χιόνι σκέπαζε τις πλάκες του δρόμου, τα φανάρια, τα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών, πράμα σπάνιο στην Αθήνα.
     Το κρύο ήταν δυνατό, και τυλιγμένος στο παλιωμένο και σκισμένο ρουχάκι του, όλο και περισσότερο χώνουνταν ο Βασίλης στη γωνιά της εξώπορτας, για να ξεφύγει από το βοριά που τον πάγωνε ως τα κόκαλα. Μα τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στο φωτισμένο παράθυρο του αρχοντόσπιτου, αντίκρυ του.
 -"Πρωτοχρονιά αύριο", μουρμούρισε, "διασκεδάζουν εκεί μέσα".

     Εκεί μέσα κείτουνταν ένα παιδί, με λιωμένο αχνό πρόσωπο. Κουτιά γεμάτα μπογιές, μολυβένια στρατιωτάκια, ζώα ξύλινα, σιδηρόδρομοι και καραβάκια, που σκέπαζαν το κρεβάτι του, έστεκαν άγγιχτα. Τ' αδύνατα χεράκια του μέναν ακίνητα στο σεντόνι πάνω, δεν κοίταζε καν τα πλούσια δώρα γύρω του. Το κουρασμένο βλέμμα του ήτανε καρφωμένο στο παράθυρο όπου, στα σκοτεινά, άσπριζαν τα χιόνια της αντικρινής στέγης.
 -"Τί συλλογίζεσαι, Βασιλάκη;" ρώτησε η μητέρα του.
 -"Κοίταζα τα χιόνια", αποκρίθηκε ο μικρός "και συλλογίζουμουν τη χαρά να τρέχεις στους δρόμους, να βουτάς στα χιόνια, να τα μαζεύεις και να φτιάνεις μπάλες, και να τις τινάζεις στους περαστικούς, όπως στη ζωγραφιά του βιβλίου μου, εκεί που είδα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα πολλά κεράκια... Αλήθεια, μητέρα, λες να βρήκε ο Νικόλας δέντρο τέτοιο εδώ";
 -"Ναι, παιδί μου, βρήκε και θα στο φέρει τώρα στολισμένο. Δεν είναι πολύ μεγάλο όπως στη ζωγραφιά του βιβλίου σου, μα το στόλισε ο πατέρας σου... κι είναι πολύ όμορφο... Είσαι ευχαριστημένος";
 -"Ναι", είπε ο Βασιλάκης χωρίς ενθουσιασμό.
     Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα. Δυο υπηρέτες έφεραν μέσα ένα μικρό έλατο ολοφώτιστο και το στήσανε πάνω στο τραπέζι. Τα κλαδιά ήτανε φορτωμένα χρυσά κι ασημένια στολίδια, φαναράκια και μπρίλες. Παντού στέκουνταν όρθια τ' αναμμένα χρωματιστά κεράκια, και τα μεγαλύτερα κλαδιά λύγιζαν από το βάρος των παιχνιδιών που κρέμουνταν δεμένα με κορδέλες.
 -"Ε, Βασιλάκη, σ' αρέσει το δέντρο σου;" ρώτησε ζωηρά ο πατέρας του.
     Ο μικρός το κοίταξε μια στιγμή με σβησμένα αγέλαστα μάτια.
 -"Το φαντάζουμουν ωραιότερο", είπε με τη βαρεμένη του φωνή. Και το βλέμμα του γύρισε πάλι στο παράθυρο και στα χιόνια του αντικρυνού σπιτιού. "Πατέρα, λες του χρόνου τη Πρωτοχρονιά να είμαι πια καλά και να βγω κι εγώ στα χιόνια";
 -"Ναι, παιδί μου", είπε ο πατέρας κι η μητέρα βγήκε από το δωμάτιο για να κρύψει τα κλάματα που την έπνιγαν.
 -"Τί όμορφα που θα είναι να τρέχεις στα χιόνια..." είπε συλλογισμένα ο Βασιλάκης. "Τί δε θα 'δινα για να δω τί γίνεται έξω..."

     Έξω, ο Βασίλης είχε δει πίσω από το φωτισμένο παράθυρο το δέντρο του Βασιλάκη, με τα φώτα και τα χρυσά στολίδια και τα παιχνιδάκια που γεμιζανε τα κλαδιά από πάνω ως κάτω.
 -"Αχ, τί ωραίο!" είπε το φτωχό, "πρέπει να το 'φερε ο 'Αη-Βασίλης" και τα μάτια του τρώγανε το δέντρο και, τρέμοντας από το κρύο, ολοένα χώνουνταν βαθύτερα στη γωνιά του και γύρευε να τυλίξει στο κορμάκι του τα κουρέλια του, μήπως και το ζεστάνουνε
λίγο. "Ο 'Αη-Βασίλης..." μουρμούρισε, "γιατί δεν έρχεται κάποτε και σε μας";
     Θυμήθηκε το φτωχικό σπιτάκι στο χωριό του, όπου τον είχε μεγαλώσει η μάνα του. Όλα τα 'χε στερηθεί αφότου γεννήθηκε, εκτός μόνο τα χάδια της μάνας του. Ξενοδούλευε η κακομοίρα για να κερδίσει το ψωμί τους, μ' άλλο από ψωμί δε πρόφθαινε να βγάλει, μόνο την αγάπη της μπορούσε χάρισμα να του δίνει κι αυτή του την έδινε μπόλικη. Μα ήλθανε κακοί καιροί, αρρώστια, μαύρη φτώχεια και πέθανε η μάνα του και τη βάλανε σε σανιδένια κάσα και τη πήγανε στο νεκροταφείο και την είδε που τη σκεπάσανε τα χώματα. Και τον έβγαλαν από το φτωχικό του καλυβάκι κι έφυγε το έρμο ορφανό κι ήλθε κι έπεσε στην Αθήνα, παραμονή του 'Αη-Βασίλη, πεινασμένο, παγωμένο, μακαρίζοντας τους ευτυχισμένους που διασκεδάζανε πίσω από το φωτισμένο παράθυρο, αντίκρυ του.
     Από νωρίς είχε δει κίνηση μεγάλη στους δρόμους, παιδιά μεγάλα και μικρά, που σταματούσανε στις πόρτες των αρχοντόσπιτων και λέγανε τον 'Αγιο Βασίλη. Μα τ' ορφανό δεν τόλμησε να χτυπήσει κι αυτό σε καμμιά πόρτα, ούτε ήταν μαθημένο στη ταραχή της μεγάλης πολιτείας. Και λίγο-λίγο, τράβηξε στους ήσυχους μεγαλόπρεπους δρόμους, μακριά από το κέντρο κι ήλθε και ζάρωσε σε μιαν εξώπορτα, χωρίς ψωμί, χωρίς σκοπό, χωρίς καμιάν ελπίδα.
     Πίσω από το φωτισμένο παράθυρο πήγαιναν κι έρχουνταν σκιές. Πέρασε κι ένας υπηρέτης με βελάδα, βαστώντας ένα πιάτο με μια μεγάλη πίτα! Ο Βασίλης θυμήθηκε πως τη τελευταία βούκα ψωμί την είχε φάει το πρωί. Και μέσα κει θα τρώγανε τώρα πίτα! Αχ και να είχε κι αυτός μια βουκίτσα να γελάσει τη πείνα του! Του φάνηκε τόσο ορεκτική η πίτα, τόσο αφράτη, καθώς τη πέρασε ο υπηρέτης εμπρός στο παράθυρο. 'Αραγε, αν ζητούσε λίγη, θα του 'δινε κανένα κομματάκι; Κι έξαφνα, χωρίς να ξέρει κι αυτός πώς το 'κανε, άρχισε να τραγουδά:

'Αγιος Βασίλης έρχεται
α-α-από, από την Καισαρεία...
βαστά καλάμι και χαρτί,
χα-α-ρτί, χαρτί και καλαμάρι
.

     Πίσω από το φωτισμένο παράθυρο, διάφορες σκιές πήγαν κι ήλθαν κοιτάζοντας έξω. Σώπασε τρομαγμένος ο Βασιλάκης και ζάρωσε στη γωνίτσα του όσο μπορούσε περισσότερο.
 -"Παναγιά μου!" ψιθύρισε, "λένε πως οι πλούσιοι δεν έχουνς καλή ψυχή και περιφρονούνε τους φτωχούς..." Και με τρομαγμένα μάτια ακολουθούσε το πηγαινέλα των ανθρώπων μες στη κάμαρα.

     Μες στη καμάρα είχαν κόψει την πίτα. Ακουμπισμένος στα μαξιλάρια, ο Βασιλάκης βαστούσε το πιάτο του στα χέρια, κοιτάζοντας μ' αδιαφορία το κομμάτι του, χωρίς καν να το γευθεί.
 -"Δεν το κόβεις να δεις αν σου έπεσε το φλουρί, Βασιλάκη μου;" ρώτησε τρυφερά η μητέρα του.
 -"Ναι, μητέρα, θα το γυρέψω", αποκρίθηκε, αλλά δεν κούνησε, ούτε άλλαξε η κουρασμένη όψη του. Έξαφνα ανέβηκε ως το δωμάτιο του άρρωστου αγοριού μια
φωνή παιδιάτικη, τρεμουλιαστή, σα φοβισμένη:

'Αγιος Βασίλης έρχεται
α-α-από, από την Καισαρεία...
βαστά καλάμι και χαρτί,
χα-αρτί, χαρτί και καλαμάρι
.

     Ο Βασιλάκης ξαφνίστηκε. Ανάψαν μια στιγμή τα μάτια του, ζωήρεψε το μελαγχολικό του πρόσωπο.
 -"Πατέρα, πατέρα!" φώναξε, "τ' ακούς; Τραγουδά απ' έξω... Θα ναι κανένα αγοράκι... φώναξε το! Πολύ σε παρακαλώ"!
     Η μητέρα του είχε πάγει κιόλα στο παράθυρο, μα δεν είδε τίποτε.
 -"Δε βλέπω κανένα παιδί", είπε.
 -"Πατέρα, κοίταξε συ, άνοιξε το παράθυρο, φώναξε το παιδί να έλθει να πάρει από τη πίτα, το κομμάτι του φτωχού... και να μας πει τί γίνεται έξω..."
     Πήγε ο πατέρας στο παράθυρο, το άνοιξε, έσκυψε έξω, κοίταξε δεξιά, αριστερά, μα δεν είδε τίποτε· έκλεισε το παράθυρο και γύρισε στο κρεβάτι του Βασιλάκη.
 -"Πέρασε το παιδί και πάει", είπε ζωηρά, "μα δε πειράζει, θα περάσει κι άλλο και τότε το φωνάζομε· δοκίμασε την πίτα σου ωστόσο".
     Μα ο Βασιλάκης δεν πεινούσε· έσπρωξε το πιάτο του, ακούμπησε στα μαξιλάρια κι έκλεισε τα μάτια. Η ζωηράδα του προσώπου του είχε σβήσει· το φλουρί της πίτας δεν τον ενδιέφερε, ούτε το δέντρο όπου είχαν σβήσει πια τα κεράκια, ούτε τα δώρα του. Το δρόμο μόνο συλλογίζουνταν... Και το παιδάκι, που μπορούσε να πει την ομορφιά της ελευθερίας, τη χαρά να τρέχεις και να βουτάς στα χιόνια, είχε περάσει και  πάει!-
 -"Θέλεις, παιδί μου, να φας την πίτα σου αύριο;" ρώτησε η μητέρα χαϊδεύοντας γλυκά το μέτωπο του.
 -"Ναι, μητέρα, αύριο".
     Η μητέρα έκανε νόημα σ' όλους να βγουν από το δωμάτιο. Ο Βασιλάκης ήτανε κουρασμένος... Ο Βασιλάκης ήθελε να κοιμηθεί... Πήρε το πιάτο με τη πίτα και το ακούμπησε στο τραπέζι, κοντά στο κομμάτι του φτωχού· έσβησε τα φώτα, άναψε την καντήλα, φίλησε γλυκά το αγόρι της και βγήκε από το δωμάτιο. Μα ο Βασιλάκης δε νύσταζε. Ο νους του έμενε στο δρόμο και στη χαρά που θα 'χε αν μπορούσε να τρέξει στα χιόνια... Κοίταξε γύρω του, είδε πως ήταν μόνος. Με κόπο κατέβηκε από το κρεβάτι, και σιγά-σιγά σύρθηκε ως το παράθυρο. Αχ! και να έβλεπε λιγάκι απ' έξω το χιονισμένο δρόμο, τα φανάρια, τ' άσπρα δέντρα... Με δυσκολία γύρισε το πόμολο, άνοιξε το παράθυρο κι έσκυψε έξω. Το κρύο τον ξάφνισε, του 'κοψε την αναπνοή, ζήτησε να στηριχθεί στο πεζούλι του παραθύρου μα όλα γυρίζανε, του φάνηκε πως πέφτει...
     Έξαφνα, από το παράθυρο πήδησε μέσα ένας άνθρωπος κι ο Βασιλάκης από το σάστισμά του ξέχασε τη ζάλη του. Ήτανε γέρος, χιονοσκεπασμένος, με μακριά καλογερικά ρούχα και μεγάλα άσπρα γένια. Τον κοίταξε ο Βασιλάκης και τον ανεγνώρισε:
 -"Ο 'Αη-Βασίλης..." ψιθύρισε.
 -"Ναι, εγώ είμαι", είπε ο 'Αη-Βασίλης με το ανοιχτόκαρδο χαμόγελο του. "Ήλθα να σε ρωτήσω, τί θέλεις να σου δώσω για την εορτή μου που ξημερώνει αύριο και που 'ναι και δική σου εορτή";
 -"Αχ, Άη-Βασίλη μου, να μη μου δώσεις πια τίποτα!" φώναξε ο Βασιλάκης σταυρώνοντας παρακλητικά τα χέρια του. "Δες πόσα πράγματα μου δώσανε και τα 'χω τόσο βαρεθεί! Μα πάρε με έξω μαζί σου! Πάρε με στα χιόνια! Θέλω τόσο να τρέξω ελεύθερα"!
 -"Θέλεις;" είπε ο 'Αη-Βασίλης. "Μα έξω κάνει κρύο! Κι εσύ έχεις όλα τα καλά του κόσμου! Τόσα παιχνίδια, τόσα χάδια, και ζεστασιά και πίτα που ούτε τη δοκίμασες ακόμα... Και θέλεις να φύγεις";
 -"Ναι! Να βγω στα χιόνια, να τρέξω ελεύθερα, αχ, πάρε με, πάρε με, καλέ μου 'Αη-Βασίλη!" παρακάλεσε ο Βασιλάκης. "Πάρε με στα χιόνια"!
     Ο 'Αη-Βασίλης χαμογέλασε πάλι.
 -"Καλά!" είπε. "Εγώ σήμερα δε χαλώ χατήρι κανενός. Έλα μαζί μου αφού το θες".
Και πήρε το Βασιλάκη στην αγκαλιά του και πέταξε από το παράθυρο που 'μεινε ανοιχτό...

     Στα χιόνια κάθουνταν ο Βασίλης με τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρο. Με τρομάρα είχε δει έναν κύριο που άνοιξε τα γυαλιά και κοίταζε στο δρόμο· μα έτσι μικρός που ήταν και ζαρωμένος στη γωνίτσα του, δεν τον είδε ο κύριος. Και το παράθυρο έκλεισε πάλι.
     Τα κεράκια του δέντρου είχαν σβήσει, οι σκιές πήγαιναν κι έρχονταν ακόμα· ύστερα σβήσανε και τα φώτα και μόνο μια καντήλα τρεμόφεγγε, στημένη σε κάποιο έπιπλο πάνω. Κι ο Βασίλης ακόμα κοίταζε, σα μαγνητισμένος από τη θαμπερή λάμψη της. Το κρύο όλο δυνάμωνε· τα βλέφαρα του Βασίλη βάραιναν. Θυμήθηκε τη μάνα του και τη ζεστή της αγκαλιά. Έριξε μια ματιά στο παράθυρο και συλλογίστηκε πως εκεί μέσα θα έκαμνε ζέστη... Αχ! λίγη ζέστη...
     Λαφρύς κρότος τον ξάφνιασε. Σήκωσε τα μάτια του τρομαγμένος. Το παράθυρο είχε ανοίξει πάλι, μα δεν ήταν πια εκεί ο ίδιος κύριος· ένα παιδάκι, στα νυχτικά του, έσκυβε να δει το δρόμο. Μια στιγμή το κοίταξε με απορία ο Βασίλης, μα τόσο βαριά ήτανε τα βλέφαρα του, που δε μπορούσε να τα βαστάξει ανοιχτά. Έκανε πάλι να δει το αντικρυνό παιδί και του φάνηκε πως σωριάζουνταν στο πάτωμα το άσπρο κορμάκι, μα δεν πρόφθασε να βεβαιωθεί. Ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο και τα μάτια του κλείσαν
μονάχα τους.
     Έξαφνα, μια λάμψη τον ξύπνησε· μπρος του στέκουνταν ένας γέρος ντυμένος στα κόκκινα και στα χρυσά. Τα γένια του ήταν μακριά και κάτασπρα και γύρω του χύνουνταν τόση ζέστη, που ο Βασίλης ξέχασε τα χιόνια και το βοριά. Κοίταξε το γέρο και τον ανεγνώρισε.
 -"Ο 'Αη Βασίλης!" έκανε μαγεμένος.
 -"Ναι, ο 'Αη-Βασίλης", είπε ο γέρος, "σ' άκουσα που 'λεγες πως δεν έρχομαι ποτέ σε σας και, βλέπεις, τώρα ήλθα". Τ' ορφανό τον κοίταξε μ' έκσταση. Ο 'Αη-Βασίλης γέλασε. "Λοιπόν πες μου", του είπε· "αύριο ξημερώνει Πρωτοχρονιά, που 'ναι εορτή μου και δική σου εορτή. Τί θες να σου χαρίσω";
     Ο Βασίλης έριξε μια ματιά στο αντικρινό παράθυρο. Η καντήλα είχε σβήσει κι αυτή· τόσο κρύο θα ήτανε τώρα κι εκεί μέσα...
 -"Θέλω, παρακαλώ, λίγη πίτα", είπε δειλά "και θέλω πάλι τη μάνα μου... Μα ίσως αυτό να είναι αδύνατο;" ρώτησε φοβισμένος λίγο για τη μεγάλη του απαίτηση.
 -"Τίποτα δεν είναι αδύνατο σήμερα", είπε ο 'Αη-Βασίλης "κι ό,τι ζητήσεις θα στο κάνω. Πίτες όσες θέλεις θα σου δώσω και τη μάνα σου θα τη ξαναδείς οπόταν θέλεις. Μα σκέψου, είναι και μερικά παιδιά που λαχταρούν την ελευθερία σου. Εσύ μπορείς τον κόσμον όλο να γυρίσεις, να ζήσεις όπως θες. Είσαι ακόμα μικρός κι ο κόσμος όλος είναι ανοιχτός μπροστά σου..."
 -"Αχ όχι, καλέ μου 'Αη-Βασίλη!" παρεκάλεσε ο μικρός. "Μόνο πάρε με στη μάνα μου! Και δωσ' μου λίγη πίτα και για κείνη, που δεν έχει φάγει τώρα τόσα χρόνια"!
 -"Καλά!" είπε ο 'Αη-Βασίλης με το καλό του χαμόγελο. "Σήμερα δε χαλώ κανενός χατήρι. Έλα να σε πάγω στη μάνα σου".
     Και τον πήρε ο 'Αη-Βασίλης στην αγκαλιά του και πέταξε ψηλά ψηλά, τόσο που περνούσε πάνω από τα ψηλότερα σπίτια κι έφυγαν.
     Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, την ώρα που χαρούμενες χτυπούσαν οι καμπάνες σ' όλες τις εκκλησιές της χώρας, βγήκε ο Νικόλας ο υπηρέτης, με μάτια κοκκινισμένα από τα κλάματα, στο χιονισμένο δρόμο.
     Χωμένο σε μια γωνιά της εξώπορτας του αντικρινού σπιτιού, είδε ένα παιδάκι που φαίνονταν να κοιμάται. Το σίμωσε, το άγγιξετο βρήκε παγωμένο. Το πήρε στην αγκαλιά του και το ανέβασε στο αρχοντόσπιτο, όπου μητέρα και πατέρας, πλάγι στο κρεβάτι του Βασιλάκη, κλαίγανε το πεθαμένο τους αγόρι.
     Μαζί τα ξάπλωσαν πλάγι-πλάγι, το χαδεμένο μονοπαίδι και το έρημο ορφανό.
     Πάνω στο τραπέζι, δυο κομμάτια πίτας ξηραίνονταν άγγιχτα, το κομμάτι του Βασιλάκη και το κομμάτι του Βασίλη.
     Πλάγι-πλάγι έθαψαν τα δυο παιδιά. Στον ένα τάφο είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα τ' όνομα του Βασιλάκη· ο άλλος τάφος δεν έχει όνομα.
     Κανένας δε γνώριζε το έρημο ορφανό.

Πηγή άρθρου:http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=1262

Enhanced by Zemanta

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Μη μου ρίχνετε άλλα λεφτά. Το 'βγαλα το μεροκάματο»


Ο Γιώργης Παπάζογλου, υιοθετημένος γιος του μεγάλου ρεμπέτη Βαγγέλη Παπάζογλου και της Αγγέλας, είναι ένας λαϊκός άνθρωπος. Ως οικοδόμος εργάστηκε μια ζωή. Εχει όμως στο DNA του το συγγραφικό ταλέντο.
Ο Παπάζογλου (κιθάρα) με παρέα μουσικώνΟ Παπάζογλου (κιθάρα) με παρέα μουσικών Απόδειξη ήταν το βιβλίο του «Ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης», από το οποίο προήλθε κι ο περίφημος μονόλογος της «Αγγέλας Παπάζογλου», μια μεγάλη και μακροχρόνια επιτυχία της Αννας Βαγενά.
Ο Γιώργης Παπάζογλου συνέχισε βέβαια να γράφει. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και το καινούργιο βιβλίο του «Τα χαΐρια μας εδώ», 585 σελίδων, με 33 κείμενα που εξιστορούν σταθμούς και περιστατικά της ζωής του Βαγγέλη, σαν να τα διηγείται ο ίδιος. Το βιβλίο περιλαμβάνει επίσης πλούσιο φωτογραφικό υλικό, τους στίχους από 156 τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου, άλλους στίχους σκόρπιους, τίτλους από παρτιτούρες, αλληλογραφία και διάφορα άλλα ντοκουμέντα. Ο Γιώργης το εξέδωσε, κατά τη συνήθη του πρακτική, σε πολύ περιορισμένα αντίτυπα «για φίλους» και ιδίοις εξόδοις. Το εισαγωγικό κείμενο έγραψε ο κοινωνιολόγος και μελετητής του ρεμπέτικου Δημήτρης Υφαντής. Ο ίδιος μας έστειλε και το κείμενό του, ένα πλήρες βιογραφικό του Βαγγέλη Παπάζογλου, δύο ανέκδοτα τραγούδια του, όπως και αποσπάσματα από τις εξιστορήσεις του Γιώργη για τον πατέρα του.
Γράφει, λοιπόν, ο Δημήτρης Υφαντής, συστήνοντάς μας το βιβλίο:
«Μίσος, έρωτας, αισθήματα, πίκρες, βάσανα και καϋμοί. Δεν μιλάω για χαρές, γιατί θέλω να σας μιλήσω για τον Βαγγέλη. Αλλος τρόπος να προχωρήσω την κουβέντα δεν υπάρχει. Θα τον τραγουδήσουμε λίγο, έτσι όπως σας κρατώ στα χέρια μου και στην καρδιά μου. Θ' ανέβουμε στον ουρανό και θα σεργιανίσουμε τ' όνειρο. Θα καταπιούμε το γέλιο... θα χορτάσουμε το φως...» αυτά μας υπόσχεται ο Γιώργης Παπάζογλου ο «καραγκιουλέ», γιος του Βαγγέλη, στα εισαγωγικά του τρίτου βιβλίου που εξέδωσε ο ίδιος με τον τίτλο «Τα χαΐρια μας εδώ» και θα λέγαμε ότι τηρεί την υπόσχεσή του και με το παραπάνω.
Για άλλη μια φορά εκπλήσσει, συγκινεί και προβληματίζει με τα 33 «μικρά λογοτεχνικά έργα», όπου μέσα από την εξιστόρηση της ζωής του Βαγγέλη Παπάζογλου ξεδιπλώνεται η ιστορία της προσφυγιάς και της Ελλάδας [...]
Η σχέση του με τη μουσική φαίνεται ότι ήταν μοναδική, αυτό το καταμαρτυρεί το γεγονός ότι δεν γνώριζε γράμματα, αλλά γνώριζε να γράφει και να διαβάζει μουσική. «Ο Βαγγέλης δεν ήταν κακογράφος, ούτε ανορθόγραφος. Απλά... δεν ήξερε γράμματα. Κι όταν αναγκαζόταν να καθαρογράψει από τις σημειώσεις του ένα τραγούδι, υπέφερε κυριολεκτικά» σημειώνει ο Γιώργης Παπάζογλου και συμπληρώνει: «Λαχτάρα ήτανε και ανάγκη να γράψει και χείμαρρος, που συνήθως όταν βρισκότανε σ' αυτό το αμόκ γραψίματος, έσβηνε με τη γομολάστιχα την αποκάτω μελωδία κι έγραφε από πάνω την καινούργια. 'Η ξεκινούσε απ' την κόλλα του πενταγράμμου από πάνω, έγραφε ένα τραγούδι, μετά γύριζε την κόλλα, έσβηνε το προηγούμενο τραγούδι και προχωρούσε το τωρινό. Αδιαφορώντας αν το προηγούμενο τραγούδι ήταν καλύτερο. Είχε ανάγκη να γράφει κι έγραφε». Τα παραπάνω, χωρίς περαιτέρω σχόλια, αρκούν για να περιγράψουν τον ιδιοφυή μουσικό Βαγγέλη Παπάζογλου».
Η ζωή του Βαγγέλη Παπάζογλου
Ο Βαγγέλης Παπάζογλου γεννήθηκε στο χωριό Ντουρμπαλί κοντά στη Σμύρνη το 1897. Τα παιδικά του χρόνια τα ζει μετακινούμενος με τον πατέρα του, που ήταν σταθμάρχης στους σιδηροδρόμους. Βοηθά τον πατέρα του ως κοτσαδόρος. Αυτός ήταν κι ο λόγος που δεν τελείωσε το σχολείο παρά λίγες τάξεις του Δημοτικού.
Από μικρή ηλικία μαθαίνει μαντολίνο, κιθάρα, βιολί, μπάντζο και, μεγαλώνοντας, εντάσσεται στην Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα του Σιδερή γνωστής ως «Πολιτάκια», όπου μαθαίνει να διαβάζει και να γράφει μουσική σε παρτιτούρα. Το 1919 πηγαίνει εθελοντής στο στρατό και στη συνέχεια ως επιστρατευμένος πολεμά στην εκστρατεία στον Σαγγάριο. Με την οπισθοχώρηση, μέσω Σμύρνης, έφτασε στον Πειραιά.
Στην Ελλάδα εργάζεται ως επαγγελματίας μουσικός και το 1924 λειτουργεί δικό του καφενείο-ουζερί στις παράγκες της Κοκκινιάς. Τον ίδιο χρόνο γνωρίζει την Αγγέλα Μαρωνίτη, Σμυρνιά τραγουδίστρια, η οποία καταγόταν από οικογένεια μουσικών με μακρά παράδοση. Το 1927 παντρεύονται, εγκαθίστανται στην Κοκκινιά και υιοθετούν τον πρώτο ξάδερφο της Αγγέλας, τον Γιώργη.
Οι μουσικές γνώσεις και εμπνεύσεις του Βαγγέλη τον οδηγούν στην επανασύνδεση με τους παλιούς συναδέλφους του από τη Σμύρνη. Μπαίνει στη δισκογραφία γύρω στο 1934 και φωνογραφεί, πρωτότυπα και ανεπανάληπτα ως προς τη μουσική και το στίχο, τραγούδια όπως «Οι λαχανάδες», «Βάλε με στην αγκαλιά σου», «Η μπαμπέσα», «Η φωνή του αργιλέ», «Το παιδί του δρόμου», «Ο ξεμάγκας» κ.ά.
Με την επιβολή της λογοκρισίας, το 1937, επιλέγει την αποχή από τη δισκογραφία και ζει από την μουσική συχνά με περιοδείες ανά την Ελλάδα. Με την εισβολή των Γερμανών, «πενθεί» την υποδούλωση της χώρας με την άρνησή του να ανεβεί στο πάλκο και γίνεται παλιατζής. Τα τραγούδια, που εξακολουθεί να γράφει, τα χαρίζει σε φίλους και συναδέλφους μουσικούς. Πεθαίνει από την πείνα και τη φυματίωση το 1943.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Πολιτεία... «τίμησε» τον μεγάλο μουσικό, καταδικάζοντας την οικογένειά του και την, τυφλή από το 1929, Αγγέλα στην ανέχεια, με τις διώξεις του γιου του Γιώργη για την αντιστασιακή και πολιτική του δράση και με την ανοχή της λεηλασίας του έργου του από μουσικούς και δισκογραφικές εταιρίες.
Τα φωνογραφημένα τραγούδια στο όνομα του Βαγγέλη Παπάζογλου, στις 78 στροφές, ανέρχονται σε 24. Εντεκα είναι οι επανεκτελέσεις και διασώζονται επίσης και 4 αμανέδες με την Αγγέλα Παπάζογλου. *

Enhanced by Zemanta