Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη



Εις την Δεξαμενήν




Αυτές τις μέρες ξαναθυμούνται οι παλαιότεροι τα καλά εκείνα χρόνια (γύρω στο 1905-1915), που η Αθήνα ήτανε ακόμη μια ειδυλλιακή πολιτεία κι είχε περισσότερη πίστη και περισσότερην εγκαρδιότητα σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους. Τώρα το πολύ πλήθος, που γέμισε ασφυκτικά την πρωτεύουσα, απομακρύνει τον έναν από τον άλλον και τον απομονώνει. Κείνην την εποχή της ειρηνικής και εύκολης ζωής, οι κάτοικοι μιας συνοικίας αποτελούσανε μιαν οικογένεια κι οι θαμώνες ενός κέντρου μια φιλική συντροφιά.

Η Δεξαμενή τότες ήτανε μια προνομιούχα... εξοχή. Εκεί υπήρχε ανοιχτός ορίζοντας, καθαρός αέρας και δάσος. Ητανε όχι μονάχα το υψηλό καταφύγιο των λογίων και των ποιητών, παρά και η πνευματική κορφή όλης της Ελλάδος. Στα γύρω φτωχικά σπίτια καθόντανε από χρόνια ο Παπαδιαμάντης, ο Βλαχογιάννης, ο Μαλακάσης, ο Κοντυλάκης, ο Χατζόπουλος και συχνάζανε όλοι στο καφενεδάκι του Μπαρμπαγιάννη. Οι νεοσσοί των Μουσσών: ο Αυγέρης, ο Ζήλος, ο Πελλερέν, ο Ροδοκανάκης, ο Καζαντζάκης, η Γαλάτεια, καθόντανε σε κάποια απόσταση από τους μεγάλους, γεμάτοι από τη νεανική ματαιοδοξία πως θα τους ξεπεράσουνε.

Τότες δεν υπήρχανε οι φριχτές πολυκατοικίες, που πνίξανε τον ορίζοντα, ούτε είχανε γίνει τα «εξωραϊστικά» έργα, που φάγανε τον μισό λόφο και του χαλάσανε τη φυσική του γραφικότητα. Η θάλασσα φαινότανε κάθε πρωί να σπιθίζη πέρα ολόχαρη, γελαστή και μπλάβη.

Καμμιά δεκαριά πανύψηλες λεύκες, ολοφούντωτες και ρωμαλέες, κι άλλα τόσα πεύκα τραγουδούσανε μέρα νύκτα με το παραμικρό αεράκι· τα πουλιά γεμίζανε τα κλώνια και τα τζατζίκια τσιτσιρίζανε μέσα στο... τηγάνι της μεσημεριάτικης πύρας. Μια βρύση κελάριζε ακατάπαυστα μέρα και νύκτα στη ρίζα μιας θεώρατης λεύκας. Και το φθινόπωρο, σαν πέφτανε τα φύλλα και τα έσερνε ο βορριάς, η βρύση θρηνολογούσε με αναφυλλητά, τα ξερόφυλλα θροούσανε απελπισμένα και μέσα στη χαβούζα της δεξαμενής το νερό βογγούσε δυνατά. Ο διαβάτης, που περνούσε απ' εκεί τη νύχτα μέσα στο ερημικό και βαθύ σκοτάδι έμοιαζε με τις «σκιές» των ρομαντικών μυθιστορημάτων, που «αιφνιδίως αποσπώνται εκ της παρακειμένης γωνίας και διασκελίζουσιν εσπευσμένως την έρημον οδόν, ενώ το ωρολόγιον κ.τ.λ.».

Εκεί ερχότανε πρωί κι απόγευμα ο κυρ Στέφανος, ο Πρόεδρος, ο τύπος των τύπων. Φορούσε ποδήματα χειμώνα-καλοκαίρι κι ακουμπούσε τα γερατειά του απάνου σ' ένα χονδρό μπαστούνι. Απαισιόδοξος, πυρρωνιστής, λαϊκός φιλόσοφος με αληθινή φλέβα. Ητανε ο μοναδικός σχεδόν φίλος του Παπαδιαμάντη. Γιατί ο Σκιαθίτης συγγραφέας έπασχε από ανθρωποφοβία - με το δίκηο του. Καθότανε στο πίσω μέρος του καφενείου κοντά στο παραθυράκι του τζακιού. Σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του ονειροπολήματα με κατάνυξη κι ευχαριστημένος για την μόνωσή του. Από το παραθυράκι έπερνε τον καφέ του και καμμιά φορά έμπαινε βιαστικός στο καφενείο χωρίς να σηκώνη τα μάτια, έπαιρνε μιαν εφημερίδα κι έφευγε με τον ίδιο τρόπο βιαστικός. Μονάχα τον κυρ Στέφανο δεχότανε να τον ζυγώνη. Οπως ήτανε πάντα σιωπηλός, τον άφηνε να του μιλή υπομονετικά. Γιατί ο κυρ Στέφανος ήταν ένας τίμιος, απλοϊκός, άκακος και περήφανος άνθρωπος, όπως και ο κυρ Αλέξανδρος. Αν ετούτος ήτανε βαθύτατα θρήσκος σαν τους καθωσιωμένους ασκητές των πρώτων χριστιανικών αιώνων, μα και του Προέδρου ο πυρρωνισμός δεν ήτανε άθρησκος. Είχε τη μανία να κοροϊδεύη τις ματαιότητες κάθε λογής και προ παντός την παραδοπιστία των ανθρώπων και των παπάδων. Κι αυτό χωρίς κακία.

Τι Κυριακές και τις μεγάλες γιορτάδες ο Παπαδιαμάντης πήγαινε πρωί-πρωί στον Αγιο Ελισσαίο, κοντά στον Παλαιό Στρατώνα, και έψελνε ανάμεσα στους απλοϊκούς πιστούς της συνοικίας. Εκεί πήγαινε και ο Μωραϊτίδης για τον ίδιο σκοπό. Ετσι ξαλαφρώνανε κι οι δυο την ψυχή τους από τις πίκρες της ζωής και παίρνανε ένα λουτρό καρτερίας, που τους δυνάμωνε τη δημιουργική τους ορμή. Τη Μεγάλη βδομάδα τον χάναμε. Εκτελούσε στην εντέλεια όλα τα χριστιανικά του χρέη σαν πειθαρχημένος καλόγηρος. Μα την Κυριακή του Πάσχα, κατά το μεσημέρι ο κυρ Στέφανος ερχότανε στο καφενείο και τον έπαιρνε στο σπίτι του να φάνε το πασχαλινό αρνί. Κατηφορίζανε κι οι δύο το λόφο, ο ένας με σκυμμένο το κεφάλι κι ο άλλος με την αλύγιστη περπατησιά του, γιατί τα γόνατά του ήτανε ξυλιασμένα από την αρθρίτιδα.

Στο τραπέζι μοσχοβολούσε κι άχνιζε το αρνί μέσα στο ταψί· μοσχοβολούσε το τυρί του Παρνασσού, η μαρουλοσαλάτα με τον άνηθο και το κρεμμυδάκι· μοσκοβολούσανε τα πορτοκάλια και λαμποκοπούσανε μέσα στη σουπιέρα τα κόκκινα τ' αυγά. Πόσοι πειρασμοί: Μα ο θρήσκος Παπαδιαμάντης πρώτα έκαμνε το σταυρό του, έλεγε το «φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται...», οι άλλοι όρθιοι γύρω σταυροκοπιόντανε κι αυτοί κι ύστερα... Αι, ύστερα, άμα καθόντανε στο τραπέζι, ο κυρ Στέφανος, που ήξαιρε τα συνήθεια του φίλου του, του γέμιζε μια κούπα ρετσίνα. Ο κυρ Αλέξανδρος την έπιανε με τις δυο του φούχτες (γιατί τα χέρια του τρέμανε) και την άδειαζε ολάκερη «αμυστί» με μια συγκινητική λαχτάρα. Τότες το αίμα του ξυπνούσε και κύλαε ζεστό στις φλέβες του, τα μάτια του καθαρίζανε, η ψυχή του άνοιγε τα διπλωμένα φτερά της και τότε μονάχα αρχίζανε το φαγί. «Ητο ωραίον ρετσινάτον» (λέγει σ' ένα του διήγημα) «όλον άρωμα και πτήσις και αφρός»! Τι λυρικός καϋμός, τι αληθινός έρωτας για το κρασί!

Ετσι αυτές τις μέρες, που η εποχή μας τις ζη με κάποιαν πεζότητα, πώς να μη θυμηθή κανείς τον καλό εκείνο καιρό, που η ποίηση και η πίστη ήτανε ζωντανά στοιχεία της ζωής. Τώρα τα πεύκα τα κόψανε όλα οι πολυκατοικίες. Οι λεύκες ξεραθήκανε κι ως τόσο δεν τις κόβουνε να λείψη ο πένθιμος εκείνος σκελετός τους, που τις κάνει να μοιάζουνε με υψηλούς ξύλινους σταυρούς σε κοιμητήρι. Η Δεξαμενή που ήτανε η ψηλότερη σκοπιά της Αθήνας, έχασε τον ουρανό και τη θάλασσα και κατάντησε σα μια πηγάδα. Και μείναμε εμείς τα ερείπια, οι παληοί κάτοικοι του ωραίου λόφου να θρηνούμε επάνω στα ερείπια του «εξωραϊσμού» του.
2 Μαΐου 1937




ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ



ΠΗΓΗ: εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 24-4-2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη



Εις την Δεξαμενήν




Αυτές τις μέρες ξαναθυμούνται οι παλαιότεροι τα καλά εκείνα χρόνια (γύρω στο 1905-1915), που η Αθήνα ήτανε ακόμη μια ειδυλλιακή πολιτεία κι είχε περισσότερη πίστη και περισσότερην εγκαρδιότητα σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους. Τώρα το πολύ πλήθος, που γέμισε ασφυκτικά την πρωτεύουσα, απομακρύνει τον έναν από τον άλλον και τον απομονώνει. Κείνην την εποχή της ειρηνικής και εύκολης ζωής, οι κάτοικοι μιας συνοικίας αποτελούσανε μιαν οικογένεια κι οι θαμώνες ενός κέντρου μια φιλική συντροφιά.

Η Δεξαμενή τότες ήτανε μια προνομιούχα... εξοχή. Εκεί υπήρχε ανοιχτός ορίζοντας, καθαρός αέρας και δάσος. Ητανε όχι μονάχα το υψηλό καταφύγιο των λογίων και των ποιητών, παρά και η πνευματική κορφή όλης της Ελλάδος. Στα γύρω φτωχικά σπίτια καθόντανε από χρόνια ο Παπαδιαμάντης, ο Βλαχογιάννης, ο Μαλακάσης, ο Κοντυλάκης, ο Χατζόπουλος και συχνάζανε όλοι στο καφενεδάκι του Μπαρμπαγιάννη. Οι νεοσσοί των Μουσσών: ο Αυγέρης, ο Ζήλος, ο Πελλερέν, ο Ροδοκανάκης, ο Καζαντζάκης, η Γαλάτεια, καθόντανε σε κάποια απόσταση από τους μεγάλους, γεμάτοι από τη νεανική ματαιοδοξία πως θα τους ξεπεράσουνε.

Τότες δεν υπήρχανε οι φριχτές πολυκατοικίες, που πνίξανε τον ορίζοντα, ούτε είχανε γίνει τα «εξωραϊστικά» έργα, που φάγανε τον μισό λόφο και του χαλάσανε τη φυσική του γραφικότητα. Η θάλασσα φαινότανε κάθε πρωί να σπιθίζη πέρα ολόχαρη, γελαστή και μπλάβη.

Καμμιά δεκαριά πανύψηλες λεύκες, ολοφούντωτες και ρωμαλέες, κι άλλα τόσα πεύκα τραγουδούσανε μέρα νύκτα με το παραμικρό αεράκι· τα πουλιά γεμίζανε τα κλώνια και τα τζατζίκια τσιτσιρίζανε μέσα στο... τηγάνι της μεσημεριάτικης πύρας. Μια βρύση κελάριζε ακατάπαυστα μέρα και νύκτα στη ρίζα μιας θεώρατης λεύκας. Και το φθινόπωρο, σαν πέφτανε τα φύλλα και τα έσερνε ο βορριάς, η βρύση θρηνολογούσε με αναφυλλητά, τα ξερόφυλλα θροούσανε απελπισμένα και μέσα στη χαβούζα της δεξαμενής το νερό βογγούσε δυνατά. Ο διαβάτης, που περνούσε απ' εκεί τη νύχτα μέσα στο ερημικό και βαθύ σκοτάδι έμοιαζε με τις «σκιές» των ρομαντικών μυθιστορημάτων, που «αιφνιδίως αποσπώνται εκ της παρακειμένης γωνίας και διασκελίζουσιν εσπευσμένως την έρημον οδόν, ενώ το ωρολόγιον κ.τ.λ.».

Εκεί ερχότανε πρωί κι απόγευμα ο κυρ Στέφανος, ο Πρόεδρος, ο τύπος των τύπων. Φορούσε ποδήματα χειμώνα-καλοκαίρι κι ακουμπούσε τα γερατειά του απάνου σ' ένα χονδρό μπαστούνι. Απαισιόδοξος, πυρρωνιστής, λαϊκός φιλόσοφος με αληθινή φλέβα. Ητανε ο μοναδικός σχεδόν φίλος του Παπαδιαμάντη. Γιατί ο Σκιαθίτης συγγραφέας έπασχε από ανθρωποφοβία - με το δίκηο του. Καθότανε στο πίσω μέρος του καφενείου κοντά στο παραθυράκι του τζακιού. Σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του ονειροπολήματα με κατάνυξη κι ευχαριστημένος για την μόνωσή του. Από το παραθυράκι έπερνε τον καφέ του και καμμιά φορά έμπαινε βιαστικός στο καφενείο χωρίς να σηκώνη τα μάτια, έπαιρνε μιαν εφημερίδα κι έφευγε με τον ίδιο τρόπο βιαστικός. Μονάχα τον κυρ Στέφανο δεχότανε να τον ζυγώνη. Οπως ήτανε πάντα σιωπηλός, τον άφηνε να του μιλή υπομονετικά. Γιατί ο κυρ Στέφανος ήταν ένας τίμιος, απλοϊκός, άκακος και περήφανος άνθρωπος, όπως και ο κυρ Αλέξανδρος. Αν ετούτος ήτανε βαθύτατα θρήσκος σαν τους καθωσιωμένους ασκητές των πρώτων χριστιανικών αιώνων, μα και του Προέδρου ο πυρρωνισμός δεν ήτανε άθρησκος. Είχε τη μανία να κοροϊδεύη τις ματαιότητες κάθε λογής και προ παντός την παραδοπιστία των ανθρώπων και των παπάδων. Κι αυτό χωρίς κακία.

Τι Κυριακές και τις μεγάλες γιορτάδες ο Παπαδιαμάντης πήγαινε πρωί-πρωί στον Αγιο Ελισσαίο, κοντά στον Παλαιό Στρατώνα, και έψελνε ανάμεσα στους απλοϊκούς πιστούς της συνοικίας. Εκεί πήγαινε και ο Μωραϊτίδης για τον ίδιο σκοπό. Ετσι ξαλαφρώνανε κι οι δυο την ψυχή τους από τις πίκρες της ζωής και παίρνανε ένα λουτρό καρτερίας, που τους δυνάμωνε τη δημιουργική τους ορμή. Τη Μεγάλη βδομάδα τον χάναμε. Εκτελούσε στην εντέλεια όλα τα χριστιανικά του χρέη σαν πειθαρχημένος καλόγηρος. Μα την Κυριακή του Πάσχα, κατά το μεσημέρι ο κυρ Στέφανος ερχότανε στο καφενείο και τον έπαιρνε στο σπίτι του να φάνε το πασχαλινό αρνί. Κατηφορίζανε κι οι δύο το λόφο, ο ένας με σκυμμένο το κεφάλι κι ο άλλος με την αλύγιστη περπατησιά του, γιατί τα γόνατά του ήτανε ξυλιασμένα από την αρθρίτιδα.

Στο τραπέζι μοσχοβολούσε κι άχνιζε το αρνί μέσα στο ταψί· μοσχοβολούσε το τυρί του Παρνασσού, η μαρουλοσαλάτα με τον άνηθο και το κρεμμυδάκι· μοσκοβολούσανε τα πορτοκάλια και λαμποκοπούσανε μέσα στη σουπιέρα τα κόκκινα τ' αυγά. Πόσοι πειρασμοί: Μα ο θρήσκος Παπαδιαμάντης πρώτα έκαμνε το σταυρό του, έλεγε το «φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται...», οι άλλοι όρθιοι γύρω σταυροκοπιόντανε κι αυτοί κι ύστερα... Αι, ύστερα, άμα καθόντανε στο τραπέζι, ο κυρ Στέφανος, που ήξαιρε τα συνήθεια του φίλου του, του γέμιζε μια κούπα ρετσίνα. Ο κυρ Αλέξανδρος την έπιανε με τις δυο του φούχτες (γιατί τα χέρια του τρέμανε) και την άδειαζε ολάκερη «αμυστί» με μια συγκινητική λαχτάρα. Τότες το αίμα του ξυπνούσε και κύλαε ζεστό στις φλέβες του, τα μάτια του καθαρίζανε, η ψυχή του άνοιγε τα διπλωμένα φτερά της και τότε μονάχα αρχίζανε το φαγί. «Ητο ωραίον ρετσινάτον» (λέγει σ' ένα του διήγημα) «όλον άρωμα και πτήσις και αφρός»! Τι λυρικός καϋμός, τι αληθινός έρωτας για το κρασί!

Ετσι αυτές τις μέρες, που η εποχή μας τις ζη με κάποιαν πεζότητα, πώς να μη θυμηθή κανείς τον καλό εκείνο καιρό, που η ποίηση και η πίστη ήτανε ζωντανά στοιχεία της ζωής. Τώρα τα πεύκα τα κόψανε όλα οι πολυκατοικίες. Οι λεύκες ξεραθήκανε κι ως τόσο δεν τις κόβουνε να λείψη ο πένθιμος εκείνος σκελετός τους, που τις κάνει να μοιάζουνε με υψηλούς ξύλινους σταυρούς σε κοιμητήρι. Η Δεξαμενή που ήτανε η ψηλότερη σκοπιά της Αθήνας, έχασε τον ουρανό και τη θάλασσα και κατάντησε σα μια πηγάδα. Και μείναμε εμείς τα ερείπια, οι παληοί κάτοικοι του ωραίου λόφου να θρηνούμε επάνω στα ερείπια του «εξωραϊσμού» του.
2 Μαΐου 1937




ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ



ΠΗΓΗ: εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 24-4-2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου