Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Ελληνική Παραδοσιακή Φορεσιά και κόσμημα.


Ελληνική Παραδοσιακή Φορεσιά και κόσμημα.
Απαραίτητο συμπλήρωμα της φορεσιάς, ιδιαίτερα της γυναικείας, είναι το
κόσμημα. Πανάρχαιη είναι η καταγωγή του, τόσο που για τους εθνολόγους
παραμένει ανοικτό το ερώτημα αν ο άνθρωπος ντύθηκε πρώτα ή στολίστηκε.
Εξάλλου είναι γνωστό ότι πολλοί σημερινοί ημιάγριοι ή πρωτόγονοι λαοί, ενώ
περιορίζουν στο ελάχιστο το ντύσιμό τους, σκεπάζουν το σώμα τους με
άφθονα κοσμήματα. Το κόσμημα ιδιαίτερα κατά την περίοδο της
Τουρκοκρατίας αποτελεί ένα εύκολο τρόπο αποταμίευσης και μεταφοράς των
αγαθών σε περίπτωση ανάγκης, είχε φυσική συνέπεια τη μετακίνηση, τη
μετατόπιση ή και την εκποίηση.
Έτσι πολλές φορές εξαφανίζεται η πηγή και χάνεται η συνέχεια. Είναι
λοιπόν δύσκολο να εντοπίσουμε τα κοσμήματα σε ορισμένα γεωγραφικά όρια
και να καθορίσουμε αυστηρά τους τύπους που από παράδοση συνηθίζονταν
στις διάφορες ποικιλίες των ελληνικών ενδυμασιών.
Κάθε τμήμα της φορεσιάς χαρακτηρίζεται από διαφορετικά κοσμήματα.
Έτσι με το διάκοσμο του κεφαλόδεσμου συνδέεται ασημικό συνήθως
μαλαμοκαπνισμένο, το τεπελίκι. Χαρακτηριστικός και ιδιόρυθμος τύπος
κοσμήματος είναι τα πολύ μακριά γιορντάνια καμωμένα από πολλές σειρές
αλυσίδες, που φτάνουν σχεδόν ως τη μέση και απ’ όπου κρέμονται μεγάλες
στρογγυλές συρματερές πλάκες ή πλάκες με νομίσματα. Η χρήση νομισμάτων
ελληνικών ή ξένων στα κοσμήματα ιδιαίτερα σ’ εκείνα που συνδέονται με το
στολισμό του στήθους είναι δείγμα οικονομικής ευημερίας και τρόπος
τοποθέτησης χρημάτων, αποτελεί επίσης παλαιότατη παράδοση για την
Ελλάδα. Είναι γνωστό ότι σ’ ολόκληρη τη Βυζαντινή εποχή ο λαός συνήθιζε να
χρησιμοποιεί νομίσματα σα φυλαχτά και κλασικό παράδειγμα αποτελούν τα
μέχρι σήμερα γνωστά κωνσταντινάτα.
Ένα από τα βασικά εξαρτήματα της γυναικείας φορεσιάς, που αποτελεί
και αντιπροσωπευτικό έργο της ελληνικής αργυροχοΐας, είναι η ζώνη. Η
παρουσία και η χρήση της στην ενδυματολογία της Ελλάδας είναι συνεχής απ’
την αρχαιότητα ως σήμερα.
Με το διάκοσμο της ζώνης συνδέεται η πόρπη, αποκλειστικό και αυτή
στολίδι της γυναικείας φορεσιάς. Οι πόρπες, δουλεμένες μ’ όλες τις
τεχνικές(σμάλτο, σαβάτι, φουσκωτές, χυτές, συρματερές), παρουσιάζουν
αφάνταστη ποικιλία τύπων απ’ τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της νεοελληνικής
αργυροχοΐας. Στις πόρπες ανήκουν και τα διάφορα κλειδωτάρια ή
θηλυκωτάρια που χρησίμευαν για να κλείνουν τα ανοίγματα του στήθους ή του
λαιμού.
Μια άλλη κατηγορία κοσμημάτων, η μόνη που φορέθηκε και από άντρες,
είναι τα λεγόμενα κιουστέκια. Πρόκειται για μεγάλα, πολύπλοκα και βαρειά
κοσμήματα που αποτελούνται από πολλές σειρές αλυσίδες και συνήθως
συρματερές μαλαμοκαπνισμένες πλάκες, στολισμένες με χρωματιστές πέτρες.
Είναι δύο ειδών: Της μέσης και του στήθους.
Στα αργυρά κοσμήματα της αντρικής φορεσιάς ανήκουν και τα κάθε
τύπου χαϊμαλιά, χωρίς ν’ αποκλείεται η χρήση τους και από τις γυναίκες
ιδιαίτερα τις χωρικές. Πολλές φορές ξεφεύγοντας από τον απλό φυλακτικό
προορισμό τους, γίνονταν μεγαλύτερα, πλουτίζονταν με χοντρές πολύπλοκες
αλυσίδες και κατέληγαν να γίνουν ένα βαρύ κόσμημα που φοριόταν από το
λαιμό ή κρεμιόταν από τη ζώνη.

Όλα αυτά λοιπόν τα κοσμήματα μαζί με τα στολίδια συνδέθηκαν στενά
με τη φορεσιά και αποτέλεσαν ένα ενιαίο σύνολο. Έτσι η φορεσιά ενώ ξεκινάει
απ’ την αίσθηση της σκοπιμότητας, προχωρεί αυθαίρετα στην επικράτηση της
διακοσμητικής ιδέας σε βάρος της βασικής της μορφής. Ποτέ δε χάνει όμως
τη σφραγίδα της ελληνικής της καταγωγής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Ελληνική Παραδοσιακή Φορεσιά και κόσμημα.


Ελληνική Παραδοσιακή Φορεσιά και κόσμημα.
Απαραίτητο συμπλήρωμα της φορεσιάς, ιδιαίτερα της γυναικείας, είναι το
κόσμημα. Πανάρχαιη είναι η καταγωγή του, τόσο που για τους εθνολόγους
παραμένει ανοικτό το ερώτημα αν ο άνθρωπος ντύθηκε πρώτα ή στολίστηκε.
Εξάλλου είναι γνωστό ότι πολλοί σημερινοί ημιάγριοι ή πρωτόγονοι λαοί, ενώ
περιορίζουν στο ελάχιστο το ντύσιμό τους, σκεπάζουν το σώμα τους με
άφθονα κοσμήματα. Το κόσμημα ιδιαίτερα κατά την περίοδο της
Τουρκοκρατίας αποτελεί ένα εύκολο τρόπο αποταμίευσης και μεταφοράς των
αγαθών σε περίπτωση ανάγκης, είχε φυσική συνέπεια τη μετακίνηση, τη
μετατόπιση ή και την εκποίηση.
Έτσι πολλές φορές εξαφανίζεται η πηγή και χάνεται η συνέχεια. Είναι
λοιπόν δύσκολο να εντοπίσουμε τα κοσμήματα σε ορισμένα γεωγραφικά όρια
και να καθορίσουμε αυστηρά τους τύπους που από παράδοση συνηθίζονταν
στις διάφορες ποικιλίες των ελληνικών ενδυμασιών.
Κάθε τμήμα της φορεσιάς χαρακτηρίζεται από διαφορετικά κοσμήματα.
Έτσι με το διάκοσμο του κεφαλόδεσμου συνδέεται ασημικό συνήθως
μαλαμοκαπνισμένο, το τεπελίκι. Χαρακτηριστικός και ιδιόρυθμος τύπος
κοσμήματος είναι τα πολύ μακριά γιορντάνια καμωμένα από πολλές σειρές
αλυσίδες, που φτάνουν σχεδόν ως τη μέση και απ’ όπου κρέμονται μεγάλες
στρογγυλές συρματερές πλάκες ή πλάκες με νομίσματα. Η χρήση νομισμάτων
ελληνικών ή ξένων στα κοσμήματα ιδιαίτερα σ’ εκείνα που συνδέονται με το
στολισμό του στήθους είναι δείγμα οικονομικής ευημερίας και τρόπος
τοποθέτησης χρημάτων, αποτελεί επίσης παλαιότατη παράδοση για την
Ελλάδα. Είναι γνωστό ότι σ’ ολόκληρη τη Βυζαντινή εποχή ο λαός συνήθιζε να
χρησιμοποιεί νομίσματα σα φυλαχτά και κλασικό παράδειγμα αποτελούν τα
μέχρι σήμερα γνωστά κωνσταντινάτα.
Ένα από τα βασικά εξαρτήματα της γυναικείας φορεσιάς, που αποτελεί
και αντιπροσωπευτικό έργο της ελληνικής αργυροχοΐας, είναι η ζώνη. Η
παρουσία και η χρήση της στην ενδυματολογία της Ελλάδας είναι συνεχής απ’
την αρχαιότητα ως σήμερα.
Με το διάκοσμο της ζώνης συνδέεται η πόρπη, αποκλειστικό και αυτή
στολίδι της γυναικείας φορεσιάς. Οι πόρπες, δουλεμένες μ’ όλες τις
τεχνικές(σμάλτο, σαβάτι, φουσκωτές, χυτές, συρματερές), παρουσιάζουν
αφάνταστη ποικιλία τύπων απ’ τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της νεοελληνικής
αργυροχοΐας. Στις πόρπες ανήκουν και τα διάφορα κλειδωτάρια ή
θηλυκωτάρια που χρησίμευαν για να κλείνουν τα ανοίγματα του στήθους ή του
λαιμού.
Μια άλλη κατηγορία κοσμημάτων, η μόνη που φορέθηκε και από άντρες,
είναι τα λεγόμενα κιουστέκια. Πρόκειται για μεγάλα, πολύπλοκα και βαρειά
κοσμήματα που αποτελούνται από πολλές σειρές αλυσίδες και συνήθως
συρματερές μαλαμοκαπνισμένες πλάκες, στολισμένες με χρωματιστές πέτρες.
Είναι δύο ειδών: Της μέσης και του στήθους.
Στα αργυρά κοσμήματα της αντρικής φορεσιάς ανήκουν και τα κάθε
τύπου χαϊμαλιά, χωρίς ν’ αποκλείεται η χρήση τους και από τις γυναίκες
ιδιαίτερα τις χωρικές. Πολλές φορές ξεφεύγοντας από τον απλό φυλακτικό
προορισμό τους, γίνονταν μεγαλύτερα, πλουτίζονταν με χοντρές πολύπλοκες
αλυσίδες και κατέληγαν να γίνουν ένα βαρύ κόσμημα που φοριόταν από το
λαιμό ή κρεμιόταν από τη ζώνη.

Όλα αυτά λοιπόν τα κοσμήματα μαζί με τα στολίδια συνδέθηκαν στενά
με τη φορεσιά και αποτέλεσαν ένα ενιαίο σύνολο. Έτσι η φορεσιά ενώ ξεκινάει
απ’ την αίσθηση της σκοπιμότητας, προχωρεί αυθαίρετα στην επικράτηση της
διακοσμητικής ιδέας σε βάρος της βασικής της μορφής. Ποτέ δε χάνει όμως
τη σφραγίδα της ελληνικής της καταγωγής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου