Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Καθενιώτικη Παραδοσιακή Φορεσιά.


Η ΚΑΘΕΝΙΩΤΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ:
Παρακάτω συνεχίζουμε την παρουσίαση των Ελληνικών Παραδοσιακών Φορεσιών. 


Οι παλιοί Καθενιώτες έραβαν μονοί τους από υφαντό στον αργαλειό ύφασμα σχεδόν το σύνολο των ρούχων που φορούσαν. Την δουλειά αυτή την έκαναν οι γυναίκες αλλά και οι άντρες ραφτάδες. Έραβαν τα ρούχα στο χέρι γιατί δεν είχαν ραπτομηχανές ή οποίες ήρθαν πολύ αργότερα και ήταν χειροκίνητες και ακριβές

. Τα ρούχα τους ήταν τα καθημερινά τα οποία ήταν από φτηνό υφαντό ύφασμα και τα επίσημα που ήταν από ακριβότερα υφάσματα και στολισμένα με κεντίδια. Τα υλικά αυτών των ρούχων ήταν καλής ποιότητος αγορασμένα ακριβά, λόγω της οικονομικής ευμάρειας πολλών Καθενιωτών, πράγμα που προκαλούσε τον φθόνο των κατοίκων των διπλανών χωριών όταν τα φορούσαν και πήγαιναν στα πανηγύρια τους. Αχνά κατάλοιπα αυτού υπάρχουν μέχρι σήμερα. Ο κάμπος που τους έδινε στάρι, λάδι, κρασί, γάλα , τυρί, μαλλί και φρούτα ήταν η αιτία τις οικονομικής τους ευμάρειας. Τα αγοραστά ρούχα ήταν πολύ λίγα. Τα γιορτινά το φορούσαν στις γιορτές στα πανηγύρια και στους γάμους. Στις επίσημες ενδυμασίες ανήκουν η νυφική και η γαμπριάτικη τις οποίες έφτιαχναν με ιδιαίτερη τέχνη και φροντίδα.. Σταδιακά οι Καθενιώτες εγκατέλειπαν τα υφαντά ρούχα και άρχισαν να αγοράζουν φτηνά υφάσματα για να φτιάχνουν τα καθημερινά τους ρούχα. Αυτά ήταν μάλλινα υφάσματα και τα ονόμαζαν της ρετσίνας. Η γυναικεία φορεσιά των Καθενών ανήκει στην φορεσιά με σεγκούνα. Πρώτη καταγραφή της φορεσιάς των Καθενών έγινε από τον καθηγητή Ιωάννη Καρά με τίτλο ‘Ενδυμασία Καθενών της Εύβοιας’ και δημοσιεύτηκε το 1962 στον Κ΄ τόμο της Λαογραφίας., η οποία αποτέλεσε την βάση της παρούσας εργασίας. Την εργασία του κ. Καρρά έλαβε υπόψη της και η Αγγελική Χατζημιχάλη στο έργο της ‘η ελληνική λαϊκή φορεσιά’ που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο <<ΜΕΛΙΣΣΑ>>. Στην Σκατσέρενα διακρίνουμε όλα τα στολίδια της, σκουλαρίκια, περιδέραιο, μασαλάς, τάλαρα, κλειδωτήρια, βραχιόλι και δαχτυλίδι. Κάτοχος η εγγονή των, Καλλιόπη Κηρύκου ή Μπουκαδούρενα



Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ Α΄ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ


Του πκάμσου (πουκάμισο). Το πουκάμισο κάλυπτε όλο το σώμα και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Ήταν ένα άσπρο φαρδύ ρούχο το οποίο έραβαν στο χέρι. Είχε κέντημα στον ποδόγυρο και στα μανίκια, με καθορισμένα σχέδια τα οποία έχουν σχέση με την εποχή και την ηλικία της γυναίκας που το φορά. Ήταν φτιαγμένο από βαμβακερό ύφασμα το οποίο ύφαιναν στον αργαλειό. Στο μέρος του στήθους είχε άνοιγμα το οποίο κούμπωνε με ένα κουμπί και το οποίο κάλυπτε η τραχηλιά. Όταν το μάζευαν το δίπλωναν σε φλέβες για να μην τσαλακωνόταν. Το κεντούσαν στο χέρι με μαυροκέντι, δηλαδή με μαύρη κλωστή . Τα συνήθη σχέδια του ήταν το πεταλάκι και το μαυρομάτι (φαρδύ τετράγωνο κέντημα το οποίο κατέληγε σε τρίγωνο στην κορυφή του) Στον κάτω μέρος είχε ταμτέλλα (δαντέλα) η οποία κατέληγε σε γλωσσίδια. Η Σεγκούνα Σεγκούνα. Κάτοχος Καλλιόπη Κηρύκου Κεντήματα σεγκούνας Ή Μπουκαδούρενα Ποδιά. Κάτοχος Καλλιόπη Κηρύκου ή Μπουκαδούρενα Ζιπούνι. Κάτοχος Φανή Κορώνη Πουκάμισο. Κάτοχος Καλλιόπη Κηρύκου ή Μπουκαδούρενα. Μεσοφόρι. Κάτοχος Καλλιόπη Κηρύκου ή Μπουκαδούρενα Μαντίλι, ζωγραφιστό, κεντρικό σχέδιο. Κάτοχος Φανή Κορώνη Η σουρκάδα Το ύφασμα της ήταν υφαντό από άσπρο χοντρό μαλλί προβάτου που για να κάνει χνούδι το έστελναν στο νεροτριβείο. Η σουρουκάδα είχε από την μια πλευρά σε σειρές πυκνά φλόκια και σειράδια στα μανίκια, στις τσέπες και γύρω- γύρω στην περίμετρο. Μπροστά υπήρχαν δυο σειρές από φλόκια και μια πίσω. Την έραβαν στο χέρι ειδικοί μάστοροι. Στο χωρίο ξακουστός ήταν ο Μπαρδαμπούλιας (Βασίλης Κούρος). Οι καλύτεροι όμως μάστοροι ήταν οι Αγραφιώτες οι οποί έρχονταν το καλοκαίρι με τους καλφάδες. τους βοηθούς τους Του ζπούν (ζηπουνί) ή τζάκος όπως είναι γνωστό σε άλλα μέρη . Ήταν φτιαγμένο από δυο διαφορετικά υφάσματα Το μπροστινό και το πίσω μέρος που τα κάλυπταν η τραχηλιά και η σουρκάδα αντίστοιχα, ήταν φτιαγμένο από φτηνό ύφασμα. Ενώ τα μανίκια που φαίνονταν ήταν φτιαγμένα από ύφασμα καλής ποιότητας , μετάξι ή βελούδο ,με ζώνες διαφορών χρωμάτων. Τα μανίκια ήταν ανοικτά στο κάτω άκρο και κατέληγαν στο λοξό ή φραξίδι με ταμτέλες Το φραξίδι ήταν μια ζώνη με χρώματα διαφορετικά από εκείνα του μανικιού για κάνει αντίθεση. Πολλές φορές στα μανίκια αντί για ταμτέλλα έβαζαν ρέλι στις άκρες των μανικιών Η τραχηλιά. Ήταν κατασκευασμένη από ύφασμα λευκό υφαντό ή αγοραστό. Ήταν απλή η είχε ταμτέλα και απλά κεντίδια (ψοροκόκκαλο). Την Φορούσαν στο στήθος για να σκεπάζει το ανοικτό μέρος του πουκαμίσου. Είχε λαιμόκοψη και δενόταν πίσω από το λαιμό με κορδόνι ή κούμπωνε με κουμπί. Στη μέση δενόταν επίσης με κορδόνι. Την έβαζαν μέσα στη σεγκούνα. Η ποδιά. Κάλυπτε το πουκάμισο από την μέση μέχρι λίγο πιο πάνω από το κέντημα του ποδόγυρου. Το είδος της εξαρτάτε από το υλικό της κατασκευής της. Το ύφασμα της ήταν υφαντό βαμβακερό και ίδιο με το ύφασμα των μανικιών του ζηπουνιού και έχει τα ίδια χρώματα και τις ίδιες γραμμές με αυτό εκτός από τις τρεις κατώτερες που είναι πλατυτέρες, με πιο ζωηρά χρώματα. Γύρω- γύρω έχει και η ποδιά το λοξό που ήταν όμοιο με εκείνο του ζηπουνιού. Ήταν κεντημένες στο χέρι. Υπήρχαν ακόμη και κεντημένες έτοιμες αγοραστές Το μαντίλι. Ήταν το υφασμάτινο κάλυμμα της κεφαλής απλό η με κεντίδια Είναι το ίδιο που φοράνε σήμερα μερικές γριές. Είχε κόκκινο, κίτρινο, μαύρο ή ζαχαρί χρώμα με κλάρες (σχέδια).Στα άσπρα μαντίλια έφτιαχναν αζούρ ή τριπογάζι, γύρω-γύρω στην άκρη του μαντιλιού και το γυρίζανε. Υπήρχαν μαντίλια τα οποία ήταν ζωγραφιστά. Ανακάτευαν φυσικά χρώματα με σαπούνι και με το μίγμα ζωγράφιζαν τα σχέδια. Τα τσουράπια (κάλτσες) Ήταν πλεκτά από άσπρο ύφασμα με πατούσες ή χωρίς. Το μήκος τους έφτανε μέχρι το γόνατο και τα έδεναν με την γονατά- ρα. Εκείνα που δεν είχαν πατούσα τα έλεγαν κοντοτσούραπα και είχαν μια υφασμάτινη γλώσσα που την περνούσαν στην καμάρα του ποδιού για να την κρατάει τεντωμένη. Τη λουρίδα αυτή την έλεγαν προυπόδ (προπόδι). Η ΝΥΦΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ Του π’κάμ’σου (πουκάμισο). Κατασκευάζονταν από άσπρο ύφασμα και το έραβαν στο χέρι. Ήταν ολόκληρο φουστάνι, φαρδύ και μακρύ που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Το πουκάμισο στο μπροστινό μέρος ήταν ανοικτό και το κάλυπτε η τραχηλιά. Τα μανίκια ήταν φαρδιά στο άνοιγμα και κοντά. Δε έφταναν μέχρι τον καρπό αλλά σταματούσαν πέντε περίπου εκατοστά πριν από αυτόν. Τα μανίκια είχαν κεντήματα το ονομαζόμενα μυγδαλάκια , γιατί έμοιαζαν έτσι. Στο ποδόγυρο είχαν ένα συνεχόμενο κέντημα πλάτους 70 έως 90 εκατοστών, το πεταλάκι. Από το πεταλάκι ανέβαιναν εναλλάξ προς τα πάνω, σαν δέντρα, διαφορά μεγάλα ή μικρά κεντήματα. Ο ποδόγυρος όλων των πουκαμίσων ήταν στολισμένος με χρυσές πούλιες οι οποίες στις σημερινές φορεσιές δεν υπάρχουν γιατί έχουν χαθεί από τον καιρό. Το Καθενιώτικο πουκάμισο μοιάζει στο σχήμα και στα κεντίδια με το πουκάμισο της Τανάγρας. Η σιγκούνα. Ήταν κατασκευασμένη από μαντανισμένο άσπρο χοντρό μάλλινο ύφασμα προβάτου, το σαγιάκι. Όσες ήταν πλούσιες έφτιαχναν σιγκούνα από ωραίο αγοραστό ύφασμα που το έλεγαν σαάκ. Τα κεντήματα που ήταν χειροποίητα από αγοραστή τρίχα και απαιτούσαν υπομονή και δεξιοτεχνία. Ξακουστές κεντήστρες εκείνα τα χρονιά ήταν η Αρίσταινα (Αγγελική- Ακριώτη) η Κουταογύρω (Αργυρώ Κουσκούτη) και η Ασπασία Αθανασίου. Στο στήθος κεντούσαν μαργαρίτα ή σταυρό. Στο πίσω μέρος τα πολλά σειράδια κατέληγαν σε πολλά κρόσσια. Του ζπουν (ζιπούνι) το φορούσαν κάτω από την σεγκούνα. Η πλάτη και το στήθος ήταν φτιαγμένα από άσπρο ύφασμα, ενώ τα μανίκια από μελιτζανί βελούδο το οποίο ονόμαζαν φέλπα. Τα μανίκια ήταν μακριά, ανοικτά στο κάτω μέρος και κεντημένα με μουλινέδες. Τα συνηθισμένα κεντήματα ήταν μαργαρίτες, φύλλα δένδρου, λουλούδια και ένα μικρό πουλί σε κάθε μανίκι. Γύρω από το κέντημα υπήρχε κόκκινος πλισές και κάτω από αυτόν άσπρη ταμτέλλα (δαντέλλα). Η ποδιά. Φοριόταν πάνω από την σεγκούνα και σκέπαζε την τραχυλιά Ήταν φτιαγμένη και αυτή από την φέλπα όπως το ζιπούνι. Το κάτω μέρος της ποδιάς ήταν κεντημένο με φύλλα, λουλούδια και δυο πουλιά. Κάτω από τα κεντήματα υπήρχε κόκκινος πλισές που κατέληγε σε άσπρη ταμτέλλα. Ήταν βελούδινες ή από άσπρο μετάξι. Η ζώνη της ποδιάς ήταν απλά κεντημένη (ψαροκόκαλο) Το ζιπούνι και η ποδιά λέγονταν και γκεργκεφίκια γιατί ήταν κεντημένα. Από το ρήμα γκερκεφίζω πού σημαίνει κεντάω και γκερκερίφι το κέντημα. Η τραχ’λιά (τραχιλιά) Ήταν από άσπρο ύφασμα και είχε απλά ή σύνθετα κεντήματα. Την φορούσαν στο στήθος πάνω από το ζιπούνι και μέσα από την σιγκούνα να για να καλύψουν το άνοιγμα! του πουκαμίσου. Του μα’τήλ (μαντήλα) Το νυφικό μαντίλι ήτα κόκκινο. Γύρω-γύρω είχε κεντημένα κλαδιά και σε κάθε γωνιά μπουκέτο λουλουδιών. Στο κέντρο είχε κλωνάρια σε σχήμα σταυρού και στις γωνίες του σταυρού ήταν κεντημένα μικρά λουλούδια. Του μικαντενο ζ'ναρ' (ζωνάρι).Αυτό ήταν αγοραστό ίσως από την Θήβα γιατί εκεί ανθούσε η κατεργασία του μεταξιού και η υφαντική εκλεκτών υφασμάτων. Το φορούσαν, διπλό στο πλάτος, στη μέση πάνω από τη σεγκούνα. Μέσα στη δίπλα έβαζαν -καρύδία αμύγδαλα και σταφίδες τα οποία πετούσε ή νύφη πάνω από την πλάτη της όταν πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού. Το ζωνάρι είχε ζώνες διαφόρου σχήματος και χρώματος αλλά το χρώμα του στο κέντρο ήταν γερανί. Στις άκρες είχε κρόσσια Το μήκος του 2,5 μέτρα και το φάρδος του 25 εκατοστά. Οι κάλτσες. Ήταν πλεκτές και είχαν κόκκινες και άσπρες ζώνες Τα παπούτσια. Τα νυφικά παπούτσια τα έλεγαν β΄δέλλα (βιδέλα) . Ήταν μαύρα με κοντό τακούνι, κούμπωναν με τρία σιδεράκια γυρισμένα σαν άγκιστρα. Δεν είχαν όλες οι νύφες β’δέλλα. Τα παπούτσια πήραν το όνομα τους από το βιδέλο, το δέρμα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή παπουτσιών. Με την ίδια ονομασία τα συναντάμε στην Αγ. Άννα στην Εύβοιας, ενώ με το όνομα βιδέλα στην Ελευσίνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Καθενιώτικη Παραδοσιακή Φορεσιά.


Η ΚΑΘΕΝΙΩΤΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ:
Παρακάτω συνεχίζουμε την παρουσίαση των Ελληνικών Παραδοσιακών Φορεσιών. 


Οι παλιοί Καθενιώτες έραβαν μονοί τους από υφαντό στον αργαλειό ύφασμα σχεδόν το σύνολο των ρούχων που φορούσαν. Την δουλειά αυτή την έκαναν οι γυναίκες αλλά και οι άντρες ραφτάδες. Έραβαν τα ρούχα στο χέρι γιατί δεν είχαν ραπτομηχανές ή οποίες ήρθαν πολύ αργότερα και ήταν χειροκίνητες και ακριβές

. Τα ρούχα τους ήταν τα καθημερινά τα οποία ήταν από φτηνό υφαντό ύφασμα και τα επίσημα που ήταν από ακριβότερα υφάσματα και στολισμένα με κεντίδια. Τα υλικά αυτών των ρούχων ήταν καλής ποιότητος αγορασμένα ακριβά, λόγω της οικονομικής ευμάρειας πολλών Καθενιωτών, πράγμα που προκαλούσε τον φθόνο των κατοίκων των διπλανών χωριών όταν τα φορούσαν και πήγαιναν στα πανηγύρια τους. Αχνά κατάλοιπα αυτού υπάρχουν μέχρι σήμερα. Ο κάμπος που τους έδινε στάρι, λάδι, κρασί, γάλα , τυρί, μαλλί και φρούτα ήταν η αιτία τις οικονομικής τους ευμάρειας. Τα αγοραστά ρούχα ήταν πολύ λίγα. Τα γιορτινά το φορούσαν στις γιορτές στα πανηγύρια και στους γάμους. Στις επίσημες ενδυμασίες ανήκουν η νυφική και η γαμπριάτικη τις οποίες έφτιαχναν με ιδιαίτερη τέχνη και φροντίδα.. Σταδιακά οι Καθενιώτες εγκατέλειπαν τα υφαντά ρούχα και άρχισαν να αγοράζουν φτηνά υφάσματα για να φτιάχνουν τα καθημερινά τους ρούχα. Αυτά ήταν μάλλινα υφάσματα και τα ονόμαζαν της ρετσίνας. Η γυναικεία φορεσιά των Καθενών ανήκει στην φορεσιά με σεγκούνα. Πρώτη καταγραφή της φορεσιάς των Καθενών έγινε από τον καθηγητή Ιωάννη Καρά με τίτλο ‘Ενδυμασία Καθενών της Εύβοιας’ και δημοσιεύτηκε το 1962 στον Κ΄ τόμο της Λαογραφίας., η οποία αποτέλεσε την βάση της παρούσας εργασίας. Την εργασία του κ. Καρρά έλαβε υπόψη της και η Αγγελική Χατζημιχάλη στο έργο της ‘η ελληνική λαϊκή φορεσιά’ που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο <<ΜΕΛΙΣΣΑ>>. Στην Σκατσέρενα διακρίνουμε όλα τα στολίδια της, σκουλαρίκια, περιδέραιο, μασαλάς, τάλαρα, κλειδωτήρια, βραχιόλι και δαχτυλίδι. Κάτοχος η εγγονή των, Καλλιόπη Κηρύκου ή Μπουκαδούρενα



Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ Α΄ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ


Του πκάμσου (πουκάμισο). Το πουκάμισο κάλυπτε όλο το σώμα και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Ήταν ένα άσπρο φαρδύ ρούχο το οποίο έραβαν στο χέρι. Είχε κέντημα στον ποδόγυρο και στα μανίκια, με καθορισμένα σχέδια τα οποία έχουν σχέση με την εποχή και την ηλικία της γυναίκας που το φορά. Ήταν φτιαγμένο από βαμβακερό ύφασμα το οποίο ύφαιναν στον αργαλειό. Στο μέρος του στήθους είχε άνοιγμα το οποίο κούμπωνε με ένα κουμπί και το οποίο κάλυπτε η τραχηλιά. Όταν το μάζευαν το δίπλωναν σε φλέβες για να μην τσαλακωνόταν. Το κεντούσαν στο χέρι με μαυροκέντι, δηλαδή με μαύρη κλωστή . Τα συνήθη σχέδια του ήταν το πεταλάκι και το μαυρομάτι (φαρδύ τετράγωνο κέντημα το οποίο κατέληγε σε τρίγωνο στην κορυφή του) Στον κάτω μέρος είχε ταμτέλλα (δαντέλα) η οποία κατέληγε σε γλωσσίδια. Η Σεγκούνα Σεγκούνα. Κάτοχος Καλλιόπη Κηρύκου Κεντήματα σεγκούνας Ή Μπουκαδούρενα Ποδιά. Κάτοχος Καλλιόπη Κηρύκου ή Μπουκαδούρενα Ζιπούνι. Κάτοχος Φανή Κορώνη Πουκάμισο. Κάτοχος Καλλιόπη Κηρύκου ή Μπουκαδούρενα. Μεσοφόρι. Κάτοχος Καλλιόπη Κηρύκου ή Μπουκαδούρενα Μαντίλι, ζωγραφιστό, κεντρικό σχέδιο. Κάτοχος Φανή Κορώνη Η σουρκάδα Το ύφασμα της ήταν υφαντό από άσπρο χοντρό μαλλί προβάτου που για να κάνει χνούδι το έστελναν στο νεροτριβείο. Η σουρουκάδα είχε από την μια πλευρά σε σειρές πυκνά φλόκια και σειράδια στα μανίκια, στις τσέπες και γύρω- γύρω στην περίμετρο. Μπροστά υπήρχαν δυο σειρές από φλόκια και μια πίσω. Την έραβαν στο χέρι ειδικοί μάστοροι. Στο χωρίο ξακουστός ήταν ο Μπαρδαμπούλιας (Βασίλης Κούρος). Οι καλύτεροι όμως μάστοροι ήταν οι Αγραφιώτες οι οποί έρχονταν το καλοκαίρι με τους καλφάδες. τους βοηθούς τους Του ζπούν (ζηπουνί) ή τζάκος όπως είναι γνωστό σε άλλα μέρη . Ήταν φτιαγμένο από δυο διαφορετικά υφάσματα Το μπροστινό και το πίσω μέρος που τα κάλυπταν η τραχηλιά και η σουρκάδα αντίστοιχα, ήταν φτιαγμένο από φτηνό ύφασμα. Ενώ τα μανίκια που φαίνονταν ήταν φτιαγμένα από ύφασμα καλής ποιότητας , μετάξι ή βελούδο ,με ζώνες διαφορών χρωμάτων. Τα μανίκια ήταν ανοικτά στο κάτω άκρο και κατέληγαν στο λοξό ή φραξίδι με ταμτέλες Το φραξίδι ήταν μια ζώνη με χρώματα διαφορετικά από εκείνα του μανικιού για κάνει αντίθεση. Πολλές φορές στα μανίκια αντί για ταμτέλλα έβαζαν ρέλι στις άκρες των μανικιών Η τραχηλιά. Ήταν κατασκευασμένη από ύφασμα λευκό υφαντό ή αγοραστό. Ήταν απλή η είχε ταμτέλα και απλά κεντίδια (ψοροκόκκαλο). Την Φορούσαν στο στήθος για να σκεπάζει το ανοικτό μέρος του πουκαμίσου. Είχε λαιμόκοψη και δενόταν πίσω από το λαιμό με κορδόνι ή κούμπωνε με κουμπί. Στη μέση δενόταν επίσης με κορδόνι. Την έβαζαν μέσα στη σεγκούνα. Η ποδιά. Κάλυπτε το πουκάμισο από την μέση μέχρι λίγο πιο πάνω από το κέντημα του ποδόγυρου. Το είδος της εξαρτάτε από το υλικό της κατασκευής της. Το ύφασμα της ήταν υφαντό βαμβακερό και ίδιο με το ύφασμα των μανικιών του ζηπουνιού και έχει τα ίδια χρώματα και τις ίδιες γραμμές με αυτό εκτός από τις τρεις κατώτερες που είναι πλατυτέρες, με πιο ζωηρά χρώματα. Γύρω- γύρω έχει και η ποδιά το λοξό που ήταν όμοιο με εκείνο του ζηπουνιού. Ήταν κεντημένες στο χέρι. Υπήρχαν ακόμη και κεντημένες έτοιμες αγοραστές Το μαντίλι. Ήταν το υφασμάτινο κάλυμμα της κεφαλής απλό η με κεντίδια Είναι το ίδιο που φοράνε σήμερα μερικές γριές. Είχε κόκκινο, κίτρινο, μαύρο ή ζαχαρί χρώμα με κλάρες (σχέδια).Στα άσπρα μαντίλια έφτιαχναν αζούρ ή τριπογάζι, γύρω-γύρω στην άκρη του μαντιλιού και το γυρίζανε. Υπήρχαν μαντίλια τα οποία ήταν ζωγραφιστά. Ανακάτευαν φυσικά χρώματα με σαπούνι και με το μίγμα ζωγράφιζαν τα σχέδια. Τα τσουράπια (κάλτσες) Ήταν πλεκτά από άσπρο ύφασμα με πατούσες ή χωρίς. Το μήκος τους έφτανε μέχρι το γόνατο και τα έδεναν με την γονατά- ρα. Εκείνα που δεν είχαν πατούσα τα έλεγαν κοντοτσούραπα και είχαν μια υφασμάτινη γλώσσα που την περνούσαν στην καμάρα του ποδιού για να την κρατάει τεντωμένη. Τη λουρίδα αυτή την έλεγαν προυπόδ (προπόδι). Η ΝΥΦΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ Του π’κάμ’σου (πουκάμισο). Κατασκευάζονταν από άσπρο ύφασμα και το έραβαν στο χέρι. Ήταν ολόκληρο φουστάνι, φαρδύ και μακρύ που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Το πουκάμισο στο μπροστινό μέρος ήταν ανοικτό και το κάλυπτε η τραχηλιά. Τα μανίκια ήταν φαρδιά στο άνοιγμα και κοντά. Δε έφταναν μέχρι τον καρπό αλλά σταματούσαν πέντε περίπου εκατοστά πριν από αυτόν. Τα μανίκια είχαν κεντήματα το ονομαζόμενα μυγδαλάκια , γιατί έμοιαζαν έτσι. Στο ποδόγυρο είχαν ένα συνεχόμενο κέντημα πλάτους 70 έως 90 εκατοστών, το πεταλάκι. Από το πεταλάκι ανέβαιναν εναλλάξ προς τα πάνω, σαν δέντρα, διαφορά μεγάλα ή μικρά κεντήματα. Ο ποδόγυρος όλων των πουκαμίσων ήταν στολισμένος με χρυσές πούλιες οι οποίες στις σημερινές φορεσιές δεν υπάρχουν γιατί έχουν χαθεί από τον καιρό. Το Καθενιώτικο πουκάμισο μοιάζει στο σχήμα και στα κεντίδια με το πουκάμισο της Τανάγρας. Η σιγκούνα. Ήταν κατασκευασμένη από μαντανισμένο άσπρο χοντρό μάλλινο ύφασμα προβάτου, το σαγιάκι. Όσες ήταν πλούσιες έφτιαχναν σιγκούνα από ωραίο αγοραστό ύφασμα που το έλεγαν σαάκ. Τα κεντήματα που ήταν χειροποίητα από αγοραστή τρίχα και απαιτούσαν υπομονή και δεξιοτεχνία. Ξακουστές κεντήστρες εκείνα τα χρονιά ήταν η Αρίσταινα (Αγγελική- Ακριώτη) η Κουταογύρω (Αργυρώ Κουσκούτη) και η Ασπασία Αθανασίου. Στο στήθος κεντούσαν μαργαρίτα ή σταυρό. Στο πίσω μέρος τα πολλά σειράδια κατέληγαν σε πολλά κρόσσια. Του ζπουν (ζιπούνι) το φορούσαν κάτω από την σεγκούνα. Η πλάτη και το στήθος ήταν φτιαγμένα από άσπρο ύφασμα, ενώ τα μανίκια από μελιτζανί βελούδο το οποίο ονόμαζαν φέλπα. Τα μανίκια ήταν μακριά, ανοικτά στο κάτω μέρος και κεντημένα με μουλινέδες. Τα συνηθισμένα κεντήματα ήταν μαργαρίτες, φύλλα δένδρου, λουλούδια και ένα μικρό πουλί σε κάθε μανίκι. Γύρω από το κέντημα υπήρχε κόκκινος πλισές και κάτω από αυτόν άσπρη ταμτέλλα (δαντέλλα). Η ποδιά. Φοριόταν πάνω από την σεγκούνα και σκέπαζε την τραχυλιά Ήταν φτιαγμένη και αυτή από την φέλπα όπως το ζιπούνι. Το κάτω μέρος της ποδιάς ήταν κεντημένο με φύλλα, λουλούδια και δυο πουλιά. Κάτω από τα κεντήματα υπήρχε κόκκινος πλισές που κατέληγε σε άσπρη ταμτέλλα. Ήταν βελούδινες ή από άσπρο μετάξι. Η ζώνη της ποδιάς ήταν απλά κεντημένη (ψαροκόκαλο) Το ζιπούνι και η ποδιά λέγονταν και γκεργκεφίκια γιατί ήταν κεντημένα. Από το ρήμα γκερκεφίζω πού σημαίνει κεντάω και γκερκερίφι το κέντημα. Η τραχ’λιά (τραχιλιά) Ήταν από άσπρο ύφασμα και είχε απλά ή σύνθετα κεντήματα. Την φορούσαν στο στήθος πάνω από το ζιπούνι και μέσα από την σιγκούνα να για να καλύψουν το άνοιγμα! του πουκαμίσου. Του μα’τήλ (μαντήλα) Το νυφικό μαντίλι ήτα κόκκινο. Γύρω-γύρω είχε κεντημένα κλαδιά και σε κάθε γωνιά μπουκέτο λουλουδιών. Στο κέντρο είχε κλωνάρια σε σχήμα σταυρού και στις γωνίες του σταυρού ήταν κεντημένα μικρά λουλούδια. Του μικαντενο ζ'ναρ' (ζωνάρι).Αυτό ήταν αγοραστό ίσως από την Θήβα γιατί εκεί ανθούσε η κατεργασία του μεταξιού και η υφαντική εκλεκτών υφασμάτων. Το φορούσαν, διπλό στο πλάτος, στη μέση πάνω από τη σεγκούνα. Μέσα στη δίπλα έβαζαν -καρύδία αμύγδαλα και σταφίδες τα οποία πετούσε ή νύφη πάνω από την πλάτη της όταν πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού. Το ζωνάρι είχε ζώνες διαφόρου σχήματος και χρώματος αλλά το χρώμα του στο κέντρο ήταν γερανί. Στις άκρες είχε κρόσσια Το μήκος του 2,5 μέτρα και το φάρδος του 25 εκατοστά. Οι κάλτσες. Ήταν πλεκτές και είχαν κόκκινες και άσπρες ζώνες Τα παπούτσια. Τα νυφικά παπούτσια τα έλεγαν β΄δέλλα (βιδέλα) . Ήταν μαύρα με κοντό τακούνι, κούμπωναν με τρία σιδεράκια γυρισμένα σαν άγκιστρα. Δεν είχαν όλες οι νύφες β’δέλλα. Τα παπούτσια πήραν το όνομα τους από το βιδέλο, το δέρμα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή παπουτσιών. Με την ίδια ονομασία τα συναντάμε στην Αγ. Άννα στην Εύβοιας, ενώ με το όνομα βιδέλα στην Ελευσίνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου