Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Παραδοσιακή στολή Θράκης1 .

Από τις αντιπροσωπευτικές γυναικείες ενδυμασίες της Θράκης είναι αυτή της Καρωτής Διδυμοτείχου, που με διάφορες παραλλαγές φοριέται και στα γύρω χωριά (Κυανή, Ασπρονέρι, Κουφόβουνο, Ασβεστάδες, Μάνη, Βρυσικά). Το πουκάμισο της φορεσιάς αυτής είναι από χοντρό υφαντό, βαμβακερό ή μαλλοβάμβακο, συνήθως λευκό, ή λευκό με ενυφασμένες ρίγες και δαντελωτό ποδόγυρο. Το αμανίκωτο φόρεμα, η τσούκνα, είναι πολύ σκούρο μπλε μάλλινο ή σκούρο πράσινο βαμβακερό. Η τσούκνα φοριέται από το κεφάλι, “κρεμιέται από το λαιμό”, όπως λέγουν. Κάτω από κάθε μασχάλη ράβουν ένα κομμάτι βαμβακερό πανί (μασκαλούδια). Η τσούκνα κεντιέται στο στήθος και στην πλάτη με βαμβακερές κλωστές, κυρίως λευκές, και με κορδονάκια. Ο ποδόγυρος κοσμείται με λευκά κεντίδια (περιστέρες, μήλα, πέρδικες, άστρα) και με κίτρινα και πολύχρωμα γεωμετρικά σχέδια (ανεμούδες). 


Η ποδιά (μέσλα, μισαλούδα) είναι μάλλινη και πολύχρωμη, πολύ στενή και κοντή. Κεντιέται στον αργαλειό με οριζόντια διεύθυνση των διακοσμητικών θεμάτων. Τη μέση σφίγγουν με σπονδυλωτή μπακιρένια ζώνη (ζ'νάρ') με επισμαλτωμένη πόρπη (κορώνα), όπου στερεώνουν μικρό άσπρο μαντήλι, στολισμένο με πολύχρωμες χάντρες και πούλιες. Τα μαλλιά χτενίζουν κοτσίδες, απ' όπου κρεμούν τις κανορίδες, μακριές πολύχρωμες κορδέλες στολισμένες με χάντρες και πούλιες, καθώς και σταυρουδάκια, φούντες μάλλινες πολύχρωμες κ.ά. Τυλίγουν μετά όλο το κεφάλι με λεπτό καφέ ή μαύρο τσεμπέρι (μπαρμπούλα) ή με κίτρινο μάλλινο μαντήλι (πλιματένιο) και πάνω ρίχνουν το κεφαλομάντηλο ή κεφαλοπάνι. Το κάλυμμα αυτό της κεφαλής είναι λευκό υφαντό, με σχέδια στον αργαλειό, στις δυο αντίθετες πλευρές. Κυριαρχεί το κόκκινο χρώμα με λίγο πράσινο. Το κεφαλομάντηλο, αφού διπλωθεί τριγωνικά, ρίχνεται στο κεφάλι και καρφώνεται με καρφίτσες. Για κοσμήματα φορούν χάντρινο περιλαίμιο (γφντάνι), στο στήθος ντούμπλες και μαργαριτάρια και στη μέση αλυσίδες με νομίσματα. Οι κάλτσες είναι λευκές πλεκτές, μάλλινες (τσουράπια) και τα παπούτσια δετά ή υφασμάτινα (τερλίκια) με παντόφλες.

Πολύ απλούστερη από τη γυναικεία ήταν η αντρική φορεσιά, η οποία στη Θράκη λέγεται γενικά πουτούρι, ονομασία που έχει ειδικότερα το φαρδύ τοπικό παντελόνι. Παρά την απλοποιημένη όμως σχετικά μορφή της, και η αντρική ενδυμασία παρουσιάζει κατά τόπους χαρακτηριστικές διαφορές, που αφορούν το χρώμα και άλλα επί μέρους δευτερεύοντα στοιχεία. Στη Γρατινή π.χ., από τα αρχαιότερα χωριά του νομού (η “Γρατσιανού” των βυζαντινών χρονικογράφων), συνηθισμένο χρώμα είναι το καφέ, το σκούρο μπλε ή το μαύρο, αναλόγως αν πρόκειται για καθημερινή ή γιορταστική φορεσιά. Φοριέται με τα γεμενιά, είδος παπουτσιών, που συχνά τα πατούσαν στο πίσω μέρος, σαν παντόφλες. Το ζωνάρι στη μέση είναι λευκό ή μαύρο, σπανιότερα κόκκινο και φθάνει έως τα οκτώ μέτρα σε μήκος. Στο κεφάλι φορούν συνήθως βελούδινο καλπάκι.

Στη Σαμοθράκη η φορεσιά του κεχαγιά, του κτηνοτρόφου, η οποία εν μέρει φοριέται και σήμερα, αποτελεί παραλλαγή της γνωστής νησιωτικής βράκας, που συνηθίζεται στον ευρύτερο αιγαιοπελαγίτικο χώρο, μέχρι την Κύπρο. Η σαμοθρακίτικη βράκα σχηματίζεται από δέκα πήχες μαύρο ύφασμα, με εντυπωσιακές πτυχές (στλίβεις). Μέσα από τη βράκα φορούν βρακίαπό άσπρο χασέ, δέκα πήχες ύφασμα και αυτό. Το πουκάμισο (μαρνέλικου) το υφαίνει η γυναίκα στον αργαλειό (ντου λάκκου) και έχει χρώμα άσπρο με μαύρες ψιλές ρίγες. Είναι κλειστό μπροστά, με δυο κουμπιά ψηλά στο λαιμό. Πάνω από το πουκάμισο φοριέται το γιλέκι, από μπλε σκούρο ή μαύρο βελούδο, κεντημένο, και κουμπώνει σταυρωτά με πολλά κουμπιά.

Εξάρτημα της ενδυμασίας είναι ο αμπάς, που αντιστοιχεί στο σημερινό σακάκι, κεντημένος. Τους αμπάδες κατασκεύαζαν οι αμπατζήδες, ειδικοί επιδέξιοι τεχνίτες του νησιού. Για προστασία από τη βροχή χρησιμεύει η κάπα (του καπουτί), από χοντρό ύφασμα του αργαλειού, στο οποίο για στιμόνι έμπαινε κλωστή από μαλλί, ενώ για υφάδι χρησιμοποιούσαν χοντρή κλωστή από κοντό αρνίσιο μαλλί. Κάλυμμα της κεφαλής στις γιορταστικές μέρες αποτελούσε ο σκούφος από μαύρο βελούδο. Τις καθημερινές για κεφαλοκάλυμμα χρησίμευε η κουκούλα, ραμμένη πάνω στην κάπα. Στα πόδια φορούσαν χοντρές πλεχτές κάλτσες από εγχώρια νήματα. Για παπούτσια χρησιμοποιούσαν τις καθημερινές τα τσιρβούλια, είδος τσαρουχιών από βοδινό ή χοιρινό δέρμα, που έφτιαχναν οι ίδιοι οι κεχαγιάδες. Τις γιορτές φορούσαν παπούτσια, τα λεγόμενα κιαχαγιάδικα.

Συμπλήρωμα της όλης κεχαγιάδικης φορεσιάς αποτελούσε το ζωνάρι (ζ'νάρ'), μήκους 3-4 μ. και πλάτους 25-30 εκ., υφασμένο στον αργαλειό. Στο ζωνάρι ο κεχαγιάς τοποθετούσε το μαχαίρι με τη θήκη του (θ'κάρ'), το σακούλι με τον καπνό και το τσακμάκι, είδος αναπτήρα από σίδερο και ίσκα, καθώς και ένα μαντήλι, που στην άκρη του είχε με κόμπο δεμένο κάποιο χρηματικό ποσό (κομπόδεμα) για πρόχειρες ανάγκες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Παραδοσιακή στολή Θράκης1 .

Από τις αντιπροσωπευτικές γυναικείες ενδυμασίες της Θράκης είναι αυτή της Καρωτής Διδυμοτείχου, που με διάφορες παραλλαγές φοριέται και στα γύρω χωριά (Κυανή, Ασπρονέρι, Κουφόβουνο, Ασβεστάδες, Μάνη, Βρυσικά). Το πουκάμισο της φορεσιάς αυτής είναι από χοντρό υφαντό, βαμβακερό ή μαλλοβάμβακο, συνήθως λευκό, ή λευκό με ενυφασμένες ρίγες και δαντελωτό ποδόγυρο. Το αμανίκωτο φόρεμα, η τσούκνα, είναι πολύ σκούρο μπλε μάλλινο ή σκούρο πράσινο βαμβακερό. Η τσούκνα φοριέται από το κεφάλι, “κρεμιέται από το λαιμό”, όπως λέγουν. Κάτω από κάθε μασχάλη ράβουν ένα κομμάτι βαμβακερό πανί (μασκαλούδια). Η τσούκνα κεντιέται στο στήθος και στην πλάτη με βαμβακερές κλωστές, κυρίως λευκές, και με κορδονάκια. Ο ποδόγυρος κοσμείται με λευκά κεντίδια (περιστέρες, μήλα, πέρδικες, άστρα) και με κίτρινα και πολύχρωμα γεωμετρικά σχέδια (ανεμούδες). 


Η ποδιά (μέσλα, μισαλούδα) είναι μάλλινη και πολύχρωμη, πολύ στενή και κοντή. Κεντιέται στον αργαλειό με οριζόντια διεύθυνση των διακοσμητικών θεμάτων. Τη μέση σφίγγουν με σπονδυλωτή μπακιρένια ζώνη (ζ'νάρ') με επισμαλτωμένη πόρπη (κορώνα), όπου στερεώνουν μικρό άσπρο μαντήλι, στολισμένο με πολύχρωμες χάντρες και πούλιες. Τα μαλλιά χτενίζουν κοτσίδες, απ' όπου κρεμούν τις κανορίδες, μακριές πολύχρωμες κορδέλες στολισμένες με χάντρες και πούλιες, καθώς και σταυρουδάκια, φούντες μάλλινες πολύχρωμες κ.ά. Τυλίγουν μετά όλο το κεφάλι με λεπτό καφέ ή μαύρο τσεμπέρι (μπαρμπούλα) ή με κίτρινο μάλλινο μαντήλι (πλιματένιο) και πάνω ρίχνουν το κεφαλομάντηλο ή κεφαλοπάνι. Το κάλυμμα αυτό της κεφαλής είναι λευκό υφαντό, με σχέδια στον αργαλειό, στις δυο αντίθετες πλευρές. Κυριαρχεί το κόκκινο χρώμα με λίγο πράσινο. Το κεφαλομάντηλο, αφού διπλωθεί τριγωνικά, ρίχνεται στο κεφάλι και καρφώνεται με καρφίτσες. Για κοσμήματα φορούν χάντρινο περιλαίμιο (γφντάνι), στο στήθος ντούμπλες και μαργαριτάρια και στη μέση αλυσίδες με νομίσματα. Οι κάλτσες είναι λευκές πλεκτές, μάλλινες (τσουράπια) και τα παπούτσια δετά ή υφασμάτινα (τερλίκια) με παντόφλες.

Πολύ απλούστερη από τη γυναικεία ήταν η αντρική φορεσιά, η οποία στη Θράκη λέγεται γενικά πουτούρι, ονομασία που έχει ειδικότερα το φαρδύ τοπικό παντελόνι. Παρά την απλοποιημένη όμως σχετικά μορφή της, και η αντρική ενδυμασία παρουσιάζει κατά τόπους χαρακτηριστικές διαφορές, που αφορούν το χρώμα και άλλα επί μέρους δευτερεύοντα στοιχεία. Στη Γρατινή π.χ., από τα αρχαιότερα χωριά του νομού (η “Γρατσιανού” των βυζαντινών χρονικογράφων), συνηθισμένο χρώμα είναι το καφέ, το σκούρο μπλε ή το μαύρο, αναλόγως αν πρόκειται για καθημερινή ή γιορταστική φορεσιά. Φοριέται με τα γεμενιά, είδος παπουτσιών, που συχνά τα πατούσαν στο πίσω μέρος, σαν παντόφλες. Το ζωνάρι στη μέση είναι λευκό ή μαύρο, σπανιότερα κόκκινο και φθάνει έως τα οκτώ μέτρα σε μήκος. Στο κεφάλι φορούν συνήθως βελούδινο καλπάκι.

Στη Σαμοθράκη η φορεσιά του κεχαγιά, του κτηνοτρόφου, η οποία εν μέρει φοριέται και σήμερα, αποτελεί παραλλαγή της γνωστής νησιωτικής βράκας, που συνηθίζεται στον ευρύτερο αιγαιοπελαγίτικο χώρο, μέχρι την Κύπρο. Η σαμοθρακίτικη βράκα σχηματίζεται από δέκα πήχες μαύρο ύφασμα, με εντυπωσιακές πτυχές (στλίβεις). Μέσα από τη βράκα φορούν βρακίαπό άσπρο χασέ, δέκα πήχες ύφασμα και αυτό. Το πουκάμισο (μαρνέλικου) το υφαίνει η γυναίκα στον αργαλειό (ντου λάκκου) και έχει χρώμα άσπρο με μαύρες ψιλές ρίγες. Είναι κλειστό μπροστά, με δυο κουμπιά ψηλά στο λαιμό. Πάνω από το πουκάμισο φοριέται το γιλέκι, από μπλε σκούρο ή μαύρο βελούδο, κεντημένο, και κουμπώνει σταυρωτά με πολλά κουμπιά.

Εξάρτημα της ενδυμασίας είναι ο αμπάς, που αντιστοιχεί στο σημερινό σακάκι, κεντημένος. Τους αμπάδες κατασκεύαζαν οι αμπατζήδες, ειδικοί επιδέξιοι τεχνίτες του νησιού. Για προστασία από τη βροχή χρησιμεύει η κάπα (του καπουτί), από χοντρό ύφασμα του αργαλειού, στο οποίο για στιμόνι έμπαινε κλωστή από μαλλί, ενώ για υφάδι χρησιμοποιούσαν χοντρή κλωστή από κοντό αρνίσιο μαλλί. Κάλυμμα της κεφαλής στις γιορταστικές μέρες αποτελούσε ο σκούφος από μαύρο βελούδο. Τις καθημερινές για κεφαλοκάλυμμα χρησίμευε η κουκούλα, ραμμένη πάνω στην κάπα. Στα πόδια φορούσαν χοντρές πλεχτές κάλτσες από εγχώρια νήματα. Για παπούτσια χρησιμοποιούσαν τις καθημερινές τα τσιρβούλια, είδος τσαρουχιών από βοδινό ή χοιρινό δέρμα, που έφτιαχναν οι ίδιοι οι κεχαγιάδες. Τις γιορτές φορούσαν παπούτσια, τα λεγόμενα κιαχαγιάδικα.

Συμπλήρωμα της όλης κεχαγιάδικης φορεσιάς αποτελούσε το ζωνάρι (ζ'νάρ'), μήκους 3-4 μ. και πλάτους 25-30 εκ., υφασμένο στον αργαλειό. Στο ζωνάρι ο κεχαγιάς τοποθετούσε το μαχαίρι με τη θήκη του (θ'κάρ'), το σακούλι με τον καπνό και το τσακμάκι, είδος αναπτήρα από σίδερο και ίσκα, καθώς και ένα μαντήλι, που στην άκρη του είχε με κόμπο δεμένο κάποιο χρηματικό ποσό (κομπόδεμα) για πρόχειρες ανάγκες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου