Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Ελληνικές Τοπικές Ενδυμασίες

Εύζωνες
Οι Εύζωνες (`ευ΄`+`ζώνες`=οι καλά ζωσμένοι) είναι επίλεκτοι στρατιώτες του ελληνικού στρατού, ευρύτερα γνωστοί ως `τσολιάδες`. Μέσα από την ιστορική δράση των ευζωνικών ταγμάτων, οι εύζωνες έχουν αναχθεί σε σύμβολα γενναιότητας για τον ελληνικό λαό. Στις μέρες μας, `εύζωνες` καλούνται οι στρατιώτες της Προεδρικής Φρουράς, οι οποίοι εκτελούν αποστολές συμβολικού χαρακτήρα, με κεντρική τη φύλαξη του Μνημείου του αγνωστου Στρατιώτη. Η ιστορία των ευζωνικών ταγμάτων (αργότερα συνταγμάτων) ξεκινά το 1867, με την ίδρυση τεσσάρων ταγμάτων, καθένα από τα οποία διέθετε οργανωτική δύναμη τεσσάρων λόχων. Κεντρική τους αποστολή ήταν η φύλαξη της μεθορίου. Το 1868 προστέθηκε σε κάθε τάγμα ευζώνων και πέμπτος λόχος. Η αρχική σύνθεση αυτών των ταγμάτων αποτελούνταν από εθελοντές, υπαξιωματικούς ή οπλίτες, οι οποίοι συνήθως κατάγονταν από ορεινές περιοχές. Η ένδοξη δράση των ευζωνικών ταγμάτων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπήρξε καταλυτική με αποτέλεσμα οι εύζωνες να λάβουν στη συνείδηση του ελληνικού λαού την εικόνα ηρώων. Έντονη δράση είχαν τα ευζωνικά τάγματα και κατά τη διάρκεια των υπόλοιπων ένοπλων συγκρούσεων του 20ου αιώνα στις οποίες είχε εμπλακεί ο ελληνικός στρατός (Μικρασιατική Εκστρατεία, Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος). Από το 1914, ως ιδιαίτερη μονάδα ευζώνων συγκροτείται η Ανακτορική Φρουρά. Ο τίτλος της έχει μετατραπεί αρκετές φορές από τότε (Φρουρά Σημαίας, Φρουρά Μνημείου Αγνώστου Στρατιώτη, Βασιλική Φρουρά, Προεδρική Φρουρά). Η σημερινή της ονομασία είναι `Προεδρική Φρουρά`, η οποία της αποδόθηκε το 1974, μετά τη κατάρρευση της δικτατορίας Παπαδόπουλου. Ιδιαίτερα ξεχωριστή θέση στην ιστορία των ευζωνικών ταγμάτων κατέχει το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, κυρίως λόγω της δράσης του κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Πέρα από την αποτελεσματικότητα του κατά τη διάρκεια των πρώτων στρατιωτικών επιχειρήσεων, το Σύνταγμα αυτό απέκτησε φήμη για τη δράση του μετά την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου και την αποσύνθεση του ελληνικού στρατού, τον Αύγουστο του 1922). Πιο συγκεκριμένα, κάτω από την καθοδήγηση του διοικητή του Νικόλαου Πλαστήρα, το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων έφτασε απολύτως συντεταγμένο στον Τσεσμέ, από όπου και διαπεραιώθηκε στο νησί της Χίου. Κατά τη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, τα τάγματα ευζώνων που είχαν συγκροτηθεί με αποφάσεις της κατοχικής κυβέρνησης Ράλλη, συνεργάστηκαν με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Ο σαφέστατα αρνητικός όρος που έχει αποδοθεί από τον ελληνικό λαό στους εύζωνες εκείνης της περιόδου είναι `γερμανοτσολιάδες`. Η δράση των ευζωνικών ταγμάτων εκείνης της περιόδου είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση τους μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, το 1944. Από τότε, οι εύζωνες έχουν μόνο συμβολικό ρόλο και εκτελούν αποστολές τελετουργικού χαρακτήρα. Οι εύζωνες σήμερα Εύζωνας με θερινή στολή στο Μνημείο του Aγνωστου Στρατιώτη Εύζωνας με θερινή στολή στο Μνημείο του Aγνωστου Στρατιώτη Οι σημερινοί εύζωνες εκτελούν μόνο αποστολές τελετουργικού χαρακτήρα. Η πλέον γνωστή είναι η συμβολική φύλαξη του Μνημείου του Αγνωστου Στρατιώτη, που βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος, δίπλα στην Βουλή των Ελλήνων. Σκοπιές όμως ευζώνων υπάρχουν και στο Προεδρικό Μέγαρο και στην πύλη του στρατοπέδου της Προεδρικής Φρουράς. αλλες υποχρεώσεις των ευζώνων είναι:
Η επίσημη έπαρση και υποστολή της ελληνικής σημαίας στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Πραγματοποιείται κάθε Κυριακή.
Η απόδοση τιμών στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και σε αρχηγούς ξένων κρατών.
Η απόδοση τιμών στους πρεσβευτές ξένων κρατών κατά τη διάρκεια επίδοσης διαπιστευτηρίων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εύζωνες επίσης συνοδεύουν κάθε χρόνο το αγιο Φως, στην πορεία του από τα Ιεροσόλυμα στην Αθήνα. Η συμμετοχή στη συνοδεία του Αγίου Φωτός θεωρείται η ύψιστη τιμή για έναν εύζωνα. Τέλος, τα τελευταία χρόνια την 25η Μαρτίου κάθε έτους, τμήμα ευζώνων συμμετέχει στις εορταστικές εκδηλώσεις της αμερικάνικης ομογένειας, πραγματοποιώντας παρέλαση στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης. Η ευζωνική ενδυμασία Οι Εύζωνες είναι παγκοσμίως γνωστοί για την ενδυμασία που φέρουν. Η ευζωνική ενδυμασία εμφανίζεται σε πίνακες που απεικονίζουν τους κλέφτες και αρματωλούς της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Από το 1821 καθιερώνεται επίσημα σαν Εθνική ενδυμασία όλων των οπλαρχηγών και αγωνιστών της επαναστάσεως του `21. Ξεχωριστό κομμάτι της επίσημης ευζωνικής ενδυμασίας, και ταυτόχρονα εθνικό σύμβολο, αποτελεί η φουστανέλα. Αλλαγή φρουράς Ευζώνων πρό του Μνημείου του αγνωστου Στρατιώτη Αλλαγή φρουράς Ευζώνων πρό του Μνημείου του αγνωστου Στρατιώτη Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός συμβολισμών που αποδίδονται στα χαρακτηριστικά της ευζωνικής στολής. Για παράδειγμα, ο αριθμός των δίπλων της φουστανέλας φημολογείται πως είναι ίσος με τη διάρκεια (σε έτη) της περιόδου της Τουρκοκρατίας, δηλαδή 400. Παρόλ` αυτά, οι φουστανέλες που φέρουν στις μέρες μας οι Εύζωνες, σπάνια έχουν ακριβώς 400 δίπλες. Τα υπόλοιπα μέρη που συγκροτούν την ευζωνική στολή είναι:
Το `φάριο` (ή `φάρεο`). Είναι το καπέλο του εύζωνα. Το φάριο έχει κόκκινο χρώμα και είναι κατασκευασμένο από τσόχα. Στη θέση του μετώπου φέρει το ελληνικό εθνόσημο. Χαρακτηριστικό κομμάτι του φάριου αποτελεί η μακριά μαύρη φούντα, κατασκευασμένη από μετάξι. Το σχήμα της θεωρείται πως συμβολίζει το δάκρυ του Χριστού στη Σταύρωση. Παρομοιάζεται με το τουρκικό φέσι, αν και για ευνόητους λόγους η ελληνική πλευρά αποφεύγει το συσχετισμό.
Το πουκάμισο. Είναι λευκού χρώματος και έχει χαρακτηριστικά μεγάλο άνοιγμα μανικιών. Το λευκό χρώμα, το οποίο κυριαρχεί σε ολόκληρη την ευζωνική στολή, θεωρείται πως συμβολίζει την αγνότητα των εθνικών αγώνων.
Η `φέρμελη`. Είναι το γιλέκο του εύζωνα. Αποτελεί το δυσκολότερο, όσον αφορά την κατασκευή του, κομμάτι της ευζωνικής στολής. Διαθέτει λευκά και επίχρυσα νήματα, με τα οποία απεικονίζονται σχέδια λαογραφικής σημασίας. Ένα από αυτά αποτελούν τα αρχικά `Χ` και`Ο`, τα οποία θεωρείται ότι αντιστοιχούν στις λέξεις `χριστιανός` και `ορθόδοξος`. Παράταξη ευζώνων: Διακρίνονται η φουστανέλα, οι ευζωνικές κάλτσες, οι καλτσοδέτες και τα τσαρούχια Παράταξη ευζώνων: Διακρίνονται η φουστανέλα, οι ευζωνικές κάλτσες, οι καλτσοδέτες και τα τσαρούχια
Οι κάλτσες. Είναι λευκές και κατασκευασμένες από μαλλί. Κάθε εύζωνας φέρει από δύο κάλτσες σε κάθε πόδι. Οι κάλτσες στηρίζονται στη μέση του εύζωνα, κάτω από τη φουστανέλα, με τη βοήθεια μιας δερμάτινης ζώνης που ονόμάζεται `ανάσπαστος`, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν και οι ζαρτιέρες.
Οι καλτσοδέτες. Είναι μαύρου χρώματος και κατασκευασμένες από μετάξι.
Τα τσαρούχια. Είναι τα υποδήματα του εύζωνα. Είναι κόκκινου χρώματος και κατασκευασμένα από δέρμα. Στη σόλα κάθε τσαρουχιού βρίσκονται καρφωμένα περίπου 60 καρφιά, τα οποία είναι υπεύθυνα για τον επιβλητικό ήχο που ακούγεται κατά το βηματισμό ενός εύζωνα. Κατά μέσο όρο, το κάθε τσαρούχι ζυγίζει τρία κιλά. Χαρακτηριστικό κομμάτι των τσαρουχιών αποτελούν οι μαύρες φούντες στις οποίες καταλήγουν οι μύτες τους. Θεωρείται πως η αρχική τους χρήση ήταν να κρύβονται σε αυτές μικρά κοφτερά αντικείμενα που θα μπορούσαν αιφνιδιαστικά να τραυματίσουν τον εχθρό σε μία `σώμα με σώμα` μάχη.
Οι δερμάτινες φυσιγγιοθήκες. Η ευζωνική στολή που περιγράφεται παραπάνω αποτελεί την επίσημη εκδοχή. Οι εύζωνες που φυλάσσουν το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη φέρουν αυτή τη στόλη μόνο τις Κυριακές ή κατά τη διάρκεια εθνικών εορτών. Τις υπόλοιπες μέρες φέρουν την καθημερινή ευζωνική ενδυμασία. Σε αυτήν, το λευκό πουκάμισο, η φέρμελη και η φουστανέλα αντικαθίστανται από τον ντουλαμά, τη χαρακτηριστική στολή των αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα. Ο χειμερινός ντουλαμάς είναι σκούρου μπλε χρώματος, ενώ ο θερινός ανοικτού καφέ. Σε εθιμοτυπικές εκδηλώσεις της Προεδρικής Φρουράς, ορισμένοι εύζωνες φέρουν τις παραδοσιακές στολές της Κρήτης και του Πόντου, ως αναγνώριση της συμβολής αυτών των περιοχών στους εθνικούς αγώνες. Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια 
Ελληνικές φορεσιές
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κάθε ελληνική φορεσιά ή καλύτερα ελληνική τοπική φορεσιά είναι ένα σύνολο ενδυμάτων, που χαρακτηρίζει μια ομάδα ανθρώπων που ζουν μέσα στον ελληνικό χώρο. Λειτουργεί όπως κάθε ενδυμασία: ντύνει και στολίζει το κορμί, και παρουσιάζει την όψη που επιθυμεί να δώσει εκείνος που την φορά στους τρίτους, παρέχοντας στον εαυτό του σιγουριά και άνεση. Μέσα στη συντηρητική και αυστηρή κοινωνία του χωριού και της μικρής πόλης, η σιγουριά και η άνεση πετυχαίνονται με την ομοιομορφία που προσφέρει μια στολή. Η στολή βασίζεται στην παράδοση και στη συντηρητικότητα και διαφέρει ριζικά από τη μόδα που βασίζεται στην αλλαγή. Η συντηρητικότητα στη φορεσιά δημιουργεί απαγορευτικά ταμπού, αλλά και ταμπού που λειτουργούν δίνοντας μαγικές ιδιότητες σε ορισμένα της τμήματα(ποδιά, ζωνάρι, κεφαλόδεσμοι κ.α.). Τα ενδύματα μιας συντηρητικής ομάδας μορφοποιούνται κατά εποχές από την επίδραση μιας άλλης δυνατότερης ανθρώπινης ομάδας. Εξαρτώνται όμως πάντα από τα τοπικά υλικά και το εμπόριο (άστυ-ύπαιθρος, κατακτητές-υπόδουλοι). Πίνακας περιεχομένων

1 Γενικά

2 Γυναικείες φορεσιές

3 Οι ελληνικές φορεσιές μέσα από τα χαρακτικά των περιηγητών (15ος-19ος αι.) o 3.1 Γενικά o 3.2 Τάσεις o 3.3 Προβλήματα

4 Πηγή
Γενικά
Οι τοπικές φορεσιές όπως εξελίχθηκαν από το Βυζαντινή Αυτοκρατορία και πέρα, δεν έχουν καμιά σχέση με τα αρχαιοελληνικά ενδύματα. Η ουσιαστική διαφορά από το αρχαιοελληνικό, με δωρική την προέλευση, ένδυμα στο μεταβυζαντινό δημιουργείται από τη φορά του στημονιού του υφάσματος πάνω στο κορμί. Τα ενδύματα αυτά είχαν το φάρδος του υφάσματος για μάκρος και, κατά βάση, ήταν άκοπα (φαρδύς όρθιος αργαλειός), ενώ τα μεταβυζαντινά ενδύματα έχουν το μήκος του υφάσματος για μάκρος και σχηματίζονται από τη συρραφή πολλών κομματιών υφάσματος (στενός πλαγιαστός αργαλειός). Οι ελληνικές φορεσιές έχουν τολμηρούς χρωματικούς συνδυασμούς και παρουσιάζουν συχνά μεγάλη φαντασία στον τρόπο πού φοριούνται τα διάφορα τμήματα τους και στα χίλια δύο στολίδια πού τις ποικίλλουν. Σήμερα, οι ελληνικές φορεσιές, απλοποιημένες και συχνά παρανοημένες, φοριούνται μόνο σε ορισμένα μέρη τις γιορτές και σε διάφορες τουριστικές εκδηλώσεις.
Γυναικείες φορεσιές
Οι γυναικείες φορεσιές του τόπου μας ανήκουν ουσιαστικά σε δύο μεγάλες ομάδες.
Σ' εκείνη με καθαρή βυζαντινή την προέλευση (ανάπτυξη τής δαλματικής) και σ' εκείνη πού οι βυζαντινές ρίζες συγχωνεύονται με τα ενδύματα τής δυτικής Αναγέννησης (φουστάνι). Τα γυναικεία τοπικά ενδύματα στον ελληνικό χώρο άρχισαν ν' αλλάζουν ριζικά με τη συνεχή εισβολή του κατά καιρούς δυτικού «συρμού» (μόδα), στην περίοδο αυτή αρχικά με τις ξενοφερμένες βασίλισσες (Αμαλία, Όλγα, Σοφία) και σε συνέχεια με τη συνεχή επαφή τής μικρής πόλης με την πρωτεύουσα και του χωριού με τη μικρή πόλη. Οι περισσότερες φορεσιές αποτελούνται από:
Το πουκάμισο πού δε λείπει από καμιά ελληνική φορεσιά.
Το καφτάνι, καβάδι, άντερί, σαγιά (είδη φορέματος-πανωφοριού, φτιαγμένα συνήθως από πολύτιμη στόφα), ή το γιουρντί, σιγκούνι κλπ., (είδη αμάνικων ή και μανικωτών πανωφοριών από σαγιάκι, μάλλινο δηλαδή νεροτριβιασμένο υφαντό ύφασμα).
Το φουστάνι, τσούκνα (είδη φορεμάτων με ή χωρίς μέση).
Το ζωνάρι , τη ζώνη και την ποδιά.
Το κοντογούνι, γιλέκι κλπ. (είδη κοντών μανικωτών ή αμάνικων ζακέτων).
Τα διάφορα εσώρουχα και μικροεξαρτήματα.
Τα πολύπλοκα κεφαλοκαλύμματα και κεφαλοδέματα, κυρίως νυφικά. - συχνά σύμβολα αποτροπής, καρπερότητας κλπ. - πού διευθετούνται με ξεχωριστή πάντα προσοχή, συνήθως από γυναίκες πού ή κοινότητα θεωρεί ειδικές.
Τα πολύτιμα ή άλλα στολίδια-κοσμήματα.
Τις κάλτσες και τα παπούτσια
Οι ελληνικές φορεσιές μέσα από τα χαρακτικά των περιηγητών (15ος-19ος αι.) Γενικά Μέσα στο πλήθος των έντυπων εικόνων με ελληνικά θέματα, που ήδη από τα τέλη του 15ου αι. άρχισαν να κοσμούν τις διάφορες ευρωπαϊκές περιηγητικές εκδόσεις, οι απεικονίσεις ελληνικών φορεσιών κατέχουν ξεχωριστή θέση. Σε πολλά κείμενα των περιηγητών, ήδη από πολύ παλιά, προβάλλεται η εντύπωση που προκαλούσαν οι γυναικείες κυρίως φορεσιές με τα στολίδια, τα κεντήματα αλλά και ορισμένες ιδιομορφίες τους, που ξένιζαν τους Ευρωπαίους οι οποίοι «έπιαναν» στα νησιά αυτά, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους προς την Ανατολή. Το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για τα ελληνικά κοστούμια εγγράφεται βέβαια —κυρίως σε ότι αφορά τα παλιότερα χρόνια— στο γενικότερο ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τα ανατολίτικα κοστούμια, που γοήτευαν με τη μεγαλοπρέπεια, τη χλιδή, τα λαμπρά χρώματα και τον πλούτο των στολιδιών τους. Το ενδιαφέρον αυτό αποτελεί παράλληλα μιαν ακόμη εκδήλωση της διάχυτης περιέργειας που χαρακτηρίζει τον Ευρωπαίο από την Αναγέννηση και μετά, και της τάσης του να γνωρίσει από κοντά τις μακρινές, «ξένες» χώρες. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια καταγραφής ανατολίτικων κοστουμιών εμφανίζονται ελληνικές φορεσιές, κυρίως των νησιών που αποτελούσαν απαραίτητους σταθμούς για τους Ευρωπαίους στα ταξίδια τους για την Ανατολή. Έτσι, φορεσιές των Κυκλάδων και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (ιδιαίτερα η χιώτικη, που ήταν φημισμένη για τα πλούσια υφάσματα, τα κεντήματα και τα στολίδια της) επανέρχονται σταθερά, ήδη από πολύ παλιά, σε εκδόσεις με αναφορά στον ελληνικό χώρο, οι οποίες πληθαίνουν όσο περνούν τα χρόνια. Μέσα στον 18ο αι. συναντάμε ελληνικές φορεσιές σχεδιασμένες από γνωστούς τότε ζωγράφους, με κορυφαία περίπτωση τον Francois Boucher. Τάσεις Μέσα στην πλούσια και ποικιλόμορφη αυτή παραγωγή διακρίνει κανείς βασικά δύο τάσεις στην απεικόνιση των κοστουμιών. Η μία, που εμφανίζεται πιο πρώιμα, αντιπροσωπεύεται από «απρόσωπες», «μετέωρες», μεμονωμένες συνήθως φιγούρες — πρόσχημα για την απεικόνιση της φορεσιάς, σε στιλιζαρισμένες στάσεις που επανέρχονται στερεότυπα στις διαδοχικές απεικονίσεις της φορεσιάς μέσα στις διάφορες εκδόσεις, σύμφωνα με τους «νόμους» της αντιγραφής των έντυπων εικόνων. Η δεύτερη τάση ρίχνει το βάρος στον άνθρωπο-φορέα της ενδυμασίας, που απεικονίζεται ενταγμένος στο περιβάλλον του, συχνά σε μια δηλωτική-χαρακτηριστική δραστηριότητα ή σε στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής ή ακόμη και σε κάποιες ξεχωριστές εκδηλώσεις του μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο (όπως σε σκηνές γάμου, χορούς κτλ.). Προβλήματα Το γεγονός της αντιγραφής από προγενέστερα ή και σύγχρονα πρότυπα περιηγητικών εκδόσεων αποτελούσε πολύ συνηθισμένο φαινόμενο και στον τομέα των ενδυμασιών, με αποτέλεσμα να έχουμε και στο πεδίο αυτό στερεότυπες αλλά και αναχρονιστικές εικόνες που αναπαράγουν εικονογραφικά παλαιότερους τύπους φορεσιών ή κάποια εξαρτήματα τους. Η αντιγραφή όμως δεν ακολουθεί πάντα το πρότυπο με ακρίβεια. Πολύ συχνά ο σχεδιαστής (ή και ο χαράκτης) επεμβαίνει παραποιώντας και αλλοιώνοντας το δεδομένο θέμα. Ακόμη και στις διαδοχικές εκδόσεις του ίδιου περιηγητικού έργου, επισημαίνονται κάποιες διαφοροποιήσεις. To πρόβλημα της ελεύθερης αντιγραφής παρουσιάζεται πιο οξύ στην περιοχή της ενδυμασίας, καθώς αποτελεί ένα εικαστικό θέμα ιδιαίτερα ευάλωτο στην επίδραση των εκάστοτε καλλιτεχνικών ρευμάτων και, γενικότερα, της τρέχουσας αισθητικής στις χώρες όπου γεννιούνται οι εικόνες αυτές. Όταν μάλιστα συμβαίνει ο σχεδιαστής της εικόνας να είναι ένας δόκιμος καλλιτέχνης με καταξιωμένο προσωπικό ύφος, τότε οι κίνδυνοι μιας δραστικής επέμβασης στη μεταφορά του προτύπου είναι μεγαλύτεροι. Επίσης σε πολλές περιπτώσεις ο σχεδιαστής βασιζόταν σε προφορικές υποδείξεις και περιγραφές του περιηγητή ή σε κάποιο πρόχειρο, γρήγορο και συνακόλουθα ελλειπτικά δουλεμένο σκίτσο του. Οι συνθήκες αυτές, όπως είναι φυσικό, άφηναν ευρύ πεδίο δράσης στη φαντασία. Άλλοτε πάλι συμβαίνει ο σχεδιαστής να δανείζεται στοιχεία από δύο φορεσιές και να τα συνδυάζει σε μία. Αλλά και στο επίπεδο της χάραξης, υπήρχαν κάποιοι κίνδυνοι σε ότι αφορά την ακριβή απόδοση του προτύπου εξαιτίας των δεσμεύσεων που επέβαλε ή, αντίθετα, των δυνατοτήτων που παρείχε στον χαράκτη το χαρακτικό ιδίωμα που χρησιμοποιούσαν σε κάθε περίπτωση. Η ξυλογραφία με την αδρότητα της «γραφής» της έδινε ένα πιο λιτό και άρα πιο συνοπτικό αποτέλεσμα, ενώ η χαλκογραφία με τον πλούτο και την ποικιλία των χαράξεων, την πολλαπλότητα των τόνων, τη φωτοσκίαση, μπορούσε να αναδείξει τις λεπτομέρειες, τα στολίδια και τα άλλα διακοσμητικά στοιχεία της γυναικείας φορεσιάς, καθώς και τις λεπτές πτυχώσεις και τη διαφοροποίηση των υφασμάτων που συναπαρτίζουν μια ενδυμασία, γεννώντας έτσι πιο πλούσιες και πιο ελκυστικές εικόνες, εικόνες που βέβαια μπορούσαν ν' ανταποκριθούν καλύτερα στην πραγματικότητα της κάθε φορεσιάς. Ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει στη δημιουργία παραπειστικών εικόνων είναι ο επιχρωματισμός των φορεσιών. Τα λαμπρά χρώματα των τούρκικων κοστουμιών παρέσυραν συχνά σε χρωματικές αυθαιρεσίες στις ελληνικές φορεσιές. Ένα ακόμη στοιχείο που θα πρέπει να λαμβάνεται πάντα υπόψη κατά την εξέταση των απεικονίσεων των ελληνικών ενδυμασιών είναι η αυθαίρετη απόδοση και χαρακτηρισμός μιας φορεσιάς. Με στόχο δηλαδή την κάλυψη ορισμένων κενών ή και τον εμπλουτισμό της έκδοσης, χρησιμοποιούσαν φορεσιές άλλων τόπων, με αλλαγή βέβαια στον τίτλο της εικόνας, με αποτέλεσμα η φορεσιά μεταφερόταν αυτούσια ή με κάποιες παραλλαγές.
Πηγή 
Ιωάννα Παπαντωνίου, "Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς", Εθνογραφικά 1, Ναύπλιο 1978.
Αφροδίτη Κούρια, "Η παράσταση της ελληνικής φορεσιάς στα χαρακτικά των ευρωπαϊκών περιηγητικών εκδόσεων (15ος-19ος αι.)",Εθνογραφικά 7, Ναύπλιο 1989.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Ελληνικές Τοπικές Ενδυμασίες

Εύζωνες
Οι Εύζωνες (`ευ΄`+`ζώνες`=οι καλά ζωσμένοι) είναι επίλεκτοι στρατιώτες του ελληνικού στρατού, ευρύτερα γνωστοί ως `τσολιάδες`. Μέσα από την ιστορική δράση των ευζωνικών ταγμάτων, οι εύζωνες έχουν αναχθεί σε σύμβολα γενναιότητας για τον ελληνικό λαό. Στις μέρες μας, `εύζωνες` καλούνται οι στρατιώτες της Προεδρικής Φρουράς, οι οποίοι εκτελούν αποστολές συμβολικού χαρακτήρα, με κεντρική τη φύλαξη του Μνημείου του αγνωστου Στρατιώτη. Η ιστορία των ευζωνικών ταγμάτων (αργότερα συνταγμάτων) ξεκινά το 1867, με την ίδρυση τεσσάρων ταγμάτων, καθένα από τα οποία διέθετε οργανωτική δύναμη τεσσάρων λόχων. Κεντρική τους αποστολή ήταν η φύλαξη της μεθορίου. Το 1868 προστέθηκε σε κάθε τάγμα ευζώνων και πέμπτος λόχος. Η αρχική σύνθεση αυτών των ταγμάτων αποτελούνταν από εθελοντές, υπαξιωματικούς ή οπλίτες, οι οποίοι συνήθως κατάγονταν από ορεινές περιοχές. Η ένδοξη δράση των ευζωνικών ταγμάτων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπήρξε καταλυτική με αποτέλεσμα οι εύζωνες να λάβουν στη συνείδηση του ελληνικού λαού την εικόνα ηρώων. Έντονη δράση είχαν τα ευζωνικά τάγματα και κατά τη διάρκεια των υπόλοιπων ένοπλων συγκρούσεων του 20ου αιώνα στις οποίες είχε εμπλακεί ο ελληνικός στρατός (Μικρασιατική Εκστρατεία, Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος). Από το 1914, ως ιδιαίτερη μονάδα ευζώνων συγκροτείται η Ανακτορική Φρουρά. Ο τίτλος της έχει μετατραπεί αρκετές φορές από τότε (Φρουρά Σημαίας, Φρουρά Μνημείου Αγνώστου Στρατιώτη, Βασιλική Φρουρά, Προεδρική Φρουρά). Η σημερινή της ονομασία είναι `Προεδρική Φρουρά`, η οποία της αποδόθηκε το 1974, μετά τη κατάρρευση της δικτατορίας Παπαδόπουλου. Ιδιαίτερα ξεχωριστή θέση στην ιστορία των ευζωνικών ταγμάτων κατέχει το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, κυρίως λόγω της δράσης του κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Πέρα από την αποτελεσματικότητα του κατά τη διάρκεια των πρώτων στρατιωτικών επιχειρήσεων, το Σύνταγμα αυτό απέκτησε φήμη για τη δράση του μετά την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου και την αποσύνθεση του ελληνικού στρατού, τον Αύγουστο του 1922). Πιο συγκεκριμένα, κάτω από την καθοδήγηση του διοικητή του Νικόλαου Πλαστήρα, το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων έφτασε απολύτως συντεταγμένο στον Τσεσμέ, από όπου και διαπεραιώθηκε στο νησί της Χίου. Κατά τη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου Πολέμου, τα τάγματα ευζώνων που είχαν συγκροτηθεί με αποφάσεις της κατοχικής κυβέρνησης Ράλλη, συνεργάστηκαν με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Ο σαφέστατα αρνητικός όρος που έχει αποδοθεί από τον ελληνικό λαό στους εύζωνες εκείνης της περιόδου είναι `γερμανοτσολιάδες`. Η δράση των ευζωνικών ταγμάτων εκείνης της περιόδου είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση τους μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, το 1944. Από τότε, οι εύζωνες έχουν μόνο συμβολικό ρόλο και εκτελούν αποστολές τελετουργικού χαρακτήρα. Οι εύζωνες σήμερα Εύζωνας με θερινή στολή στο Μνημείο του Aγνωστου Στρατιώτη Εύζωνας με θερινή στολή στο Μνημείο του Aγνωστου Στρατιώτη Οι σημερινοί εύζωνες εκτελούν μόνο αποστολές τελετουργικού χαρακτήρα. Η πλέον γνωστή είναι η συμβολική φύλαξη του Μνημείου του Αγνωστου Στρατιώτη, που βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος, δίπλα στην Βουλή των Ελλήνων. Σκοπιές όμως ευζώνων υπάρχουν και στο Προεδρικό Μέγαρο και στην πύλη του στρατοπέδου της Προεδρικής Φρουράς. αλλες υποχρεώσεις των ευζώνων είναι:
Η επίσημη έπαρση και υποστολή της ελληνικής σημαίας στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Πραγματοποιείται κάθε Κυριακή.
Η απόδοση τιμών στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και σε αρχηγούς ξένων κρατών.
Η απόδοση τιμών στους πρεσβευτές ξένων κρατών κατά τη διάρκεια επίδοσης διαπιστευτηρίων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εύζωνες επίσης συνοδεύουν κάθε χρόνο το αγιο Φως, στην πορεία του από τα Ιεροσόλυμα στην Αθήνα. Η συμμετοχή στη συνοδεία του Αγίου Φωτός θεωρείται η ύψιστη τιμή για έναν εύζωνα. Τέλος, τα τελευταία χρόνια την 25η Μαρτίου κάθε έτους, τμήμα ευζώνων συμμετέχει στις εορταστικές εκδηλώσεις της αμερικάνικης ομογένειας, πραγματοποιώντας παρέλαση στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης. Η ευζωνική ενδυμασία Οι Εύζωνες είναι παγκοσμίως γνωστοί για την ενδυμασία που φέρουν. Η ευζωνική ενδυμασία εμφανίζεται σε πίνακες που απεικονίζουν τους κλέφτες και αρματωλούς της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Από το 1821 καθιερώνεται επίσημα σαν Εθνική ενδυμασία όλων των οπλαρχηγών και αγωνιστών της επαναστάσεως του `21. Ξεχωριστό κομμάτι της επίσημης ευζωνικής ενδυμασίας, και ταυτόχρονα εθνικό σύμβολο, αποτελεί η φουστανέλα. Αλλαγή φρουράς Ευζώνων πρό του Μνημείου του αγνωστου Στρατιώτη Αλλαγή φρουράς Ευζώνων πρό του Μνημείου του αγνωστου Στρατιώτη Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός συμβολισμών που αποδίδονται στα χαρακτηριστικά της ευζωνικής στολής. Για παράδειγμα, ο αριθμός των δίπλων της φουστανέλας φημολογείται πως είναι ίσος με τη διάρκεια (σε έτη) της περιόδου της Τουρκοκρατίας, δηλαδή 400. Παρόλ` αυτά, οι φουστανέλες που φέρουν στις μέρες μας οι Εύζωνες, σπάνια έχουν ακριβώς 400 δίπλες. Τα υπόλοιπα μέρη που συγκροτούν την ευζωνική στολή είναι:
Το `φάριο` (ή `φάρεο`). Είναι το καπέλο του εύζωνα. Το φάριο έχει κόκκινο χρώμα και είναι κατασκευασμένο από τσόχα. Στη θέση του μετώπου φέρει το ελληνικό εθνόσημο. Χαρακτηριστικό κομμάτι του φάριου αποτελεί η μακριά μαύρη φούντα, κατασκευασμένη από μετάξι. Το σχήμα της θεωρείται πως συμβολίζει το δάκρυ του Χριστού στη Σταύρωση. Παρομοιάζεται με το τουρκικό φέσι, αν και για ευνόητους λόγους η ελληνική πλευρά αποφεύγει το συσχετισμό.
Το πουκάμισο. Είναι λευκού χρώματος και έχει χαρακτηριστικά μεγάλο άνοιγμα μανικιών. Το λευκό χρώμα, το οποίο κυριαρχεί σε ολόκληρη την ευζωνική στολή, θεωρείται πως συμβολίζει την αγνότητα των εθνικών αγώνων.
Η `φέρμελη`. Είναι το γιλέκο του εύζωνα. Αποτελεί το δυσκολότερο, όσον αφορά την κατασκευή του, κομμάτι της ευζωνικής στολής. Διαθέτει λευκά και επίχρυσα νήματα, με τα οποία απεικονίζονται σχέδια λαογραφικής σημασίας. Ένα από αυτά αποτελούν τα αρχικά `Χ` και`Ο`, τα οποία θεωρείται ότι αντιστοιχούν στις λέξεις `χριστιανός` και `ορθόδοξος`. Παράταξη ευζώνων: Διακρίνονται η φουστανέλα, οι ευζωνικές κάλτσες, οι καλτσοδέτες και τα τσαρούχια Παράταξη ευζώνων: Διακρίνονται η φουστανέλα, οι ευζωνικές κάλτσες, οι καλτσοδέτες και τα τσαρούχια
Οι κάλτσες. Είναι λευκές και κατασκευασμένες από μαλλί. Κάθε εύζωνας φέρει από δύο κάλτσες σε κάθε πόδι. Οι κάλτσες στηρίζονται στη μέση του εύζωνα, κάτω από τη φουστανέλα, με τη βοήθεια μιας δερμάτινης ζώνης που ονόμάζεται `ανάσπαστος`, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν και οι ζαρτιέρες.
Οι καλτσοδέτες. Είναι μαύρου χρώματος και κατασκευασμένες από μετάξι.
Τα τσαρούχια. Είναι τα υποδήματα του εύζωνα. Είναι κόκκινου χρώματος και κατασκευασμένα από δέρμα. Στη σόλα κάθε τσαρουχιού βρίσκονται καρφωμένα περίπου 60 καρφιά, τα οποία είναι υπεύθυνα για τον επιβλητικό ήχο που ακούγεται κατά το βηματισμό ενός εύζωνα. Κατά μέσο όρο, το κάθε τσαρούχι ζυγίζει τρία κιλά. Χαρακτηριστικό κομμάτι των τσαρουχιών αποτελούν οι μαύρες φούντες στις οποίες καταλήγουν οι μύτες τους. Θεωρείται πως η αρχική τους χρήση ήταν να κρύβονται σε αυτές μικρά κοφτερά αντικείμενα που θα μπορούσαν αιφνιδιαστικά να τραυματίσουν τον εχθρό σε μία `σώμα με σώμα` μάχη.
Οι δερμάτινες φυσιγγιοθήκες. Η ευζωνική στολή που περιγράφεται παραπάνω αποτελεί την επίσημη εκδοχή. Οι εύζωνες που φυλάσσουν το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη φέρουν αυτή τη στόλη μόνο τις Κυριακές ή κατά τη διάρκεια εθνικών εορτών. Τις υπόλοιπες μέρες φέρουν την καθημερινή ευζωνική ενδυμασία. Σε αυτήν, το λευκό πουκάμισο, η φέρμελη και η φουστανέλα αντικαθίστανται από τον ντουλαμά, τη χαρακτηριστική στολή των αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα. Ο χειμερινός ντουλαμάς είναι σκούρου μπλε χρώματος, ενώ ο θερινός ανοικτού καφέ. Σε εθιμοτυπικές εκδηλώσεις της Προεδρικής Φρουράς, ορισμένοι εύζωνες φέρουν τις παραδοσιακές στολές της Κρήτης και του Πόντου, ως αναγνώριση της συμβολής αυτών των περιοχών στους εθνικούς αγώνες. Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια 
Ελληνικές φορεσιές
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κάθε ελληνική φορεσιά ή καλύτερα ελληνική τοπική φορεσιά είναι ένα σύνολο ενδυμάτων, που χαρακτηρίζει μια ομάδα ανθρώπων που ζουν μέσα στον ελληνικό χώρο. Λειτουργεί όπως κάθε ενδυμασία: ντύνει και στολίζει το κορμί, και παρουσιάζει την όψη που επιθυμεί να δώσει εκείνος που την φορά στους τρίτους, παρέχοντας στον εαυτό του σιγουριά και άνεση. Μέσα στη συντηρητική και αυστηρή κοινωνία του χωριού και της μικρής πόλης, η σιγουριά και η άνεση πετυχαίνονται με την ομοιομορφία που προσφέρει μια στολή. Η στολή βασίζεται στην παράδοση και στη συντηρητικότητα και διαφέρει ριζικά από τη μόδα που βασίζεται στην αλλαγή. Η συντηρητικότητα στη φορεσιά δημιουργεί απαγορευτικά ταμπού, αλλά και ταμπού που λειτουργούν δίνοντας μαγικές ιδιότητες σε ορισμένα της τμήματα(ποδιά, ζωνάρι, κεφαλόδεσμοι κ.α.). Τα ενδύματα μιας συντηρητικής ομάδας μορφοποιούνται κατά εποχές από την επίδραση μιας άλλης δυνατότερης ανθρώπινης ομάδας. Εξαρτώνται όμως πάντα από τα τοπικά υλικά και το εμπόριο (άστυ-ύπαιθρος, κατακτητές-υπόδουλοι). Πίνακας περιεχομένων

1 Γενικά

2 Γυναικείες φορεσιές

3 Οι ελληνικές φορεσιές μέσα από τα χαρακτικά των περιηγητών (15ος-19ος αι.) o 3.1 Γενικά o 3.2 Τάσεις o 3.3 Προβλήματα

4 Πηγή
Γενικά
Οι τοπικές φορεσιές όπως εξελίχθηκαν από το Βυζαντινή Αυτοκρατορία και πέρα, δεν έχουν καμιά σχέση με τα αρχαιοελληνικά ενδύματα. Η ουσιαστική διαφορά από το αρχαιοελληνικό, με δωρική την προέλευση, ένδυμα στο μεταβυζαντινό δημιουργείται από τη φορά του στημονιού του υφάσματος πάνω στο κορμί. Τα ενδύματα αυτά είχαν το φάρδος του υφάσματος για μάκρος και, κατά βάση, ήταν άκοπα (φαρδύς όρθιος αργαλειός), ενώ τα μεταβυζαντινά ενδύματα έχουν το μήκος του υφάσματος για μάκρος και σχηματίζονται από τη συρραφή πολλών κομματιών υφάσματος (στενός πλαγιαστός αργαλειός). Οι ελληνικές φορεσιές έχουν τολμηρούς χρωματικούς συνδυασμούς και παρουσιάζουν συχνά μεγάλη φαντασία στον τρόπο πού φοριούνται τα διάφορα τμήματα τους και στα χίλια δύο στολίδια πού τις ποικίλλουν. Σήμερα, οι ελληνικές φορεσιές, απλοποιημένες και συχνά παρανοημένες, φοριούνται μόνο σε ορισμένα μέρη τις γιορτές και σε διάφορες τουριστικές εκδηλώσεις.
Γυναικείες φορεσιές
Οι γυναικείες φορεσιές του τόπου μας ανήκουν ουσιαστικά σε δύο μεγάλες ομάδες.
Σ' εκείνη με καθαρή βυζαντινή την προέλευση (ανάπτυξη τής δαλματικής) και σ' εκείνη πού οι βυζαντινές ρίζες συγχωνεύονται με τα ενδύματα τής δυτικής Αναγέννησης (φουστάνι). Τα γυναικεία τοπικά ενδύματα στον ελληνικό χώρο άρχισαν ν' αλλάζουν ριζικά με τη συνεχή εισβολή του κατά καιρούς δυτικού «συρμού» (μόδα), στην περίοδο αυτή αρχικά με τις ξενοφερμένες βασίλισσες (Αμαλία, Όλγα, Σοφία) και σε συνέχεια με τη συνεχή επαφή τής μικρής πόλης με την πρωτεύουσα και του χωριού με τη μικρή πόλη. Οι περισσότερες φορεσιές αποτελούνται από:
Το πουκάμισο πού δε λείπει από καμιά ελληνική φορεσιά.
Το καφτάνι, καβάδι, άντερί, σαγιά (είδη φορέματος-πανωφοριού, φτιαγμένα συνήθως από πολύτιμη στόφα), ή το γιουρντί, σιγκούνι κλπ., (είδη αμάνικων ή και μανικωτών πανωφοριών από σαγιάκι, μάλλινο δηλαδή νεροτριβιασμένο υφαντό ύφασμα).
Το φουστάνι, τσούκνα (είδη φορεμάτων με ή χωρίς μέση).
Το ζωνάρι , τη ζώνη και την ποδιά.
Το κοντογούνι, γιλέκι κλπ. (είδη κοντών μανικωτών ή αμάνικων ζακέτων).
Τα διάφορα εσώρουχα και μικροεξαρτήματα.
Τα πολύπλοκα κεφαλοκαλύμματα και κεφαλοδέματα, κυρίως νυφικά. - συχνά σύμβολα αποτροπής, καρπερότητας κλπ. - πού διευθετούνται με ξεχωριστή πάντα προσοχή, συνήθως από γυναίκες πού ή κοινότητα θεωρεί ειδικές.
Τα πολύτιμα ή άλλα στολίδια-κοσμήματα.
Τις κάλτσες και τα παπούτσια
Οι ελληνικές φορεσιές μέσα από τα χαρακτικά των περιηγητών (15ος-19ος αι.) Γενικά Μέσα στο πλήθος των έντυπων εικόνων με ελληνικά θέματα, που ήδη από τα τέλη του 15ου αι. άρχισαν να κοσμούν τις διάφορες ευρωπαϊκές περιηγητικές εκδόσεις, οι απεικονίσεις ελληνικών φορεσιών κατέχουν ξεχωριστή θέση. Σε πολλά κείμενα των περιηγητών, ήδη από πολύ παλιά, προβάλλεται η εντύπωση που προκαλούσαν οι γυναικείες κυρίως φορεσιές με τα στολίδια, τα κεντήματα αλλά και ορισμένες ιδιομορφίες τους, που ξένιζαν τους Ευρωπαίους οι οποίοι «έπιαναν» στα νησιά αυτά, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους προς την Ανατολή. Το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για τα ελληνικά κοστούμια εγγράφεται βέβαια —κυρίως σε ότι αφορά τα παλιότερα χρόνια— στο γενικότερο ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τα ανατολίτικα κοστούμια, που γοήτευαν με τη μεγαλοπρέπεια, τη χλιδή, τα λαμπρά χρώματα και τον πλούτο των στολιδιών τους. Το ενδιαφέρον αυτό αποτελεί παράλληλα μιαν ακόμη εκδήλωση της διάχυτης περιέργειας που χαρακτηρίζει τον Ευρωπαίο από την Αναγέννηση και μετά, και της τάσης του να γνωρίσει από κοντά τις μακρινές, «ξένες» χώρες. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια καταγραφής ανατολίτικων κοστουμιών εμφανίζονται ελληνικές φορεσιές, κυρίως των νησιών που αποτελούσαν απαραίτητους σταθμούς για τους Ευρωπαίους στα ταξίδια τους για την Ανατολή. Έτσι, φορεσιές των Κυκλάδων και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (ιδιαίτερα η χιώτικη, που ήταν φημισμένη για τα πλούσια υφάσματα, τα κεντήματα και τα στολίδια της) επανέρχονται σταθερά, ήδη από πολύ παλιά, σε εκδόσεις με αναφορά στον ελληνικό χώρο, οι οποίες πληθαίνουν όσο περνούν τα χρόνια. Μέσα στον 18ο αι. συναντάμε ελληνικές φορεσιές σχεδιασμένες από γνωστούς τότε ζωγράφους, με κορυφαία περίπτωση τον Francois Boucher. Τάσεις Μέσα στην πλούσια και ποικιλόμορφη αυτή παραγωγή διακρίνει κανείς βασικά δύο τάσεις στην απεικόνιση των κοστουμιών. Η μία, που εμφανίζεται πιο πρώιμα, αντιπροσωπεύεται από «απρόσωπες», «μετέωρες», μεμονωμένες συνήθως φιγούρες — πρόσχημα για την απεικόνιση της φορεσιάς, σε στιλιζαρισμένες στάσεις που επανέρχονται στερεότυπα στις διαδοχικές απεικονίσεις της φορεσιάς μέσα στις διάφορες εκδόσεις, σύμφωνα με τους «νόμους» της αντιγραφής των έντυπων εικόνων. Η δεύτερη τάση ρίχνει το βάρος στον άνθρωπο-φορέα της ενδυμασίας, που απεικονίζεται ενταγμένος στο περιβάλλον του, συχνά σε μια δηλωτική-χαρακτηριστική δραστηριότητα ή σε στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής ή ακόμη και σε κάποιες ξεχωριστές εκδηλώσεις του μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο (όπως σε σκηνές γάμου, χορούς κτλ.). Προβλήματα Το γεγονός της αντιγραφής από προγενέστερα ή και σύγχρονα πρότυπα περιηγητικών εκδόσεων αποτελούσε πολύ συνηθισμένο φαινόμενο και στον τομέα των ενδυμασιών, με αποτέλεσμα να έχουμε και στο πεδίο αυτό στερεότυπες αλλά και αναχρονιστικές εικόνες που αναπαράγουν εικονογραφικά παλαιότερους τύπους φορεσιών ή κάποια εξαρτήματα τους. Η αντιγραφή όμως δεν ακολουθεί πάντα το πρότυπο με ακρίβεια. Πολύ συχνά ο σχεδιαστής (ή και ο χαράκτης) επεμβαίνει παραποιώντας και αλλοιώνοντας το δεδομένο θέμα. Ακόμη και στις διαδοχικές εκδόσεις του ίδιου περιηγητικού έργου, επισημαίνονται κάποιες διαφοροποιήσεις. To πρόβλημα της ελεύθερης αντιγραφής παρουσιάζεται πιο οξύ στην περιοχή της ενδυμασίας, καθώς αποτελεί ένα εικαστικό θέμα ιδιαίτερα ευάλωτο στην επίδραση των εκάστοτε καλλιτεχνικών ρευμάτων και, γενικότερα, της τρέχουσας αισθητικής στις χώρες όπου γεννιούνται οι εικόνες αυτές. Όταν μάλιστα συμβαίνει ο σχεδιαστής της εικόνας να είναι ένας δόκιμος καλλιτέχνης με καταξιωμένο προσωπικό ύφος, τότε οι κίνδυνοι μιας δραστικής επέμβασης στη μεταφορά του προτύπου είναι μεγαλύτεροι. Επίσης σε πολλές περιπτώσεις ο σχεδιαστής βασιζόταν σε προφορικές υποδείξεις και περιγραφές του περιηγητή ή σε κάποιο πρόχειρο, γρήγορο και συνακόλουθα ελλειπτικά δουλεμένο σκίτσο του. Οι συνθήκες αυτές, όπως είναι φυσικό, άφηναν ευρύ πεδίο δράσης στη φαντασία. Άλλοτε πάλι συμβαίνει ο σχεδιαστής να δανείζεται στοιχεία από δύο φορεσιές και να τα συνδυάζει σε μία. Αλλά και στο επίπεδο της χάραξης, υπήρχαν κάποιοι κίνδυνοι σε ότι αφορά την ακριβή απόδοση του προτύπου εξαιτίας των δεσμεύσεων που επέβαλε ή, αντίθετα, των δυνατοτήτων που παρείχε στον χαράκτη το χαρακτικό ιδίωμα που χρησιμοποιούσαν σε κάθε περίπτωση. Η ξυλογραφία με την αδρότητα της «γραφής» της έδινε ένα πιο λιτό και άρα πιο συνοπτικό αποτέλεσμα, ενώ η χαλκογραφία με τον πλούτο και την ποικιλία των χαράξεων, την πολλαπλότητα των τόνων, τη φωτοσκίαση, μπορούσε να αναδείξει τις λεπτομέρειες, τα στολίδια και τα άλλα διακοσμητικά στοιχεία της γυναικείας φορεσιάς, καθώς και τις λεπτές πτυχώσεις και τη διαφοροποίηση των υφασμάτων που συναπαρτίζουν μια ενδυμασία, γεννώντας έτσι πιο πλούσιες και πιο ελκυστικές εικόνες, εικόνες που βέβαια μπορούσαν ν' ανταποκριθούν καλύτερα στην πραγματικότητα της κάθε φορεσιάς. Ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει στη δημιουργία παραπειστικών εικόνων είναι ο επιχρωματισμός των φορεσιών. Τα λαμπρά χρώματα των τούρκικων κοστουμιών παρέσυραν συχνά σε χρωματικές αυθαιρεσίες στις ελληνικές φορεσιές. Ένα ακόμη στοιχείο που θα πρέπει να λαμβάνεται πάντα υπόψη κατά την εξέταση των απεικονίσεων των ελληνικών ενδυμασιών είναι η αυθαίρετη απόδοση και χαρακτηρισμός μιας φορεσιάς. Με στόχο δηλαδή την κάλυψη ορισμένων κενών ή και τον εμπλουτισμό της έκδοσης, χρησιμοποιούσαν φορεσιές άλλων τόπων, με αλλαγή βέβαια στον τίτλο της εικόνας, με αποτέλεσμα η φορεσιά μεταφερόταν αυτούσια ή με κάποιες παραλλαγές.
Πηγή 
Ιωάννα Παπαντωνίου, "Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς", Εθνογραφικά 1, Ναύπλιο 1978.
Αφροδίτη Κούρια, "Η παράσταση της ελληνικής φορεσιάς στα χαρακτικά των ευρωπαϊκών περιηγητικών εκδόσεων (15ος-19ος αι.)",Εθνογραφικά 7, Ναύπλιο 1989.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου