Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Ωδή στη φύση που χάνεται



Ο αέρας μυρίζει πένθιμα. Το χρώμα του θανάτου καλύπτει τα πάντα. Η λάμψη της φλόγας φωτίζει τη νύχτα, κυρίαρχη έναντι κάθε άλλης φωτοδότρας πηγής.
Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

«Μη μου σκοτώσετε το νερό.
Μη μου σκοτώσετε τα δένδρα.
Μη μου ξεσκίσετε αυτές τις θείες σελίδες που τις γράψανε
τ' ασύλληπτο φως κι ο ασύλληπτος χρόνος
κι όπου σταθώ με περιβάλλουν. Μη μου σκοτώσετε
της γης το ποίημα!

...

Σας παρακαλούμε:
Αφήστε μας τα πράγματα. Μη μας τα καίτε.
Αφήστε τα έντομα να βρίσκουνε τα άνθη τους»

(«Αυτοβιογραφία», Νικηφόρος Βρεττάκος).

Ο αέρας μυρίζει πένθιμα. Το χρώμα του θανάτου καλύπτει τα πάντα. Η λάμψη της φλόγας φωτίζει τη νύχτα -πιο έντονα θαρρείς από αυτή των άστρων-, κυρίαρχη έναντι κάθε άλλης φωτοδότρας πηγής. Τούτο το θανατικό είναι βαρύ, πολύ βαρύ για να το αντέξει κανείς...

Το δάσος, το τόσο πολύτιμο μερτικό μας, κάηκε. Η βλάστη εχάθη. Ο τόπος ο θαλερός εσβήσθη. Γίνηκε σταχτύς, γίνηκε μαύρος. Γίνηκε σκιά, γίνηκε θάνατος. Τα δένδρα νεκρά, μα πεισματικά όρθια! Ακίν ητες μαύρες φιγούρες, σκιές θανάτου, μας χαιρετούν λίγο πριν σκύψουν για να ασπασθούν τη μάνα γη, λίγο πριν γίνουν άγγελοι!

Κάμανε κόπο πολύ για να ψηλώσουν, πάλεψαν με τα ενάντιά τους στοιχειά μέχρι να ορθωθούν, μέχρις ότου γίνουν ικανά στην αντοχή, στη στέρηση, στις κακουχίες. Πέρασαν χρόνια πολλά, βαριά, μέχρις ότου γίνουν οι ώριμοι στυλοβάτες της γης, οι ακίνητοι προστάτες μας, που δίναν ανάσα στο μακάριο κόσμο μας.

Κι ήρθε κακιά στιγμή, χέρι φονικό, για να σβεστεί η ελπίδα, για να χαθεί η ζωή. αυτή που με τόσο κόπο κι ατέλειωτη υπομονή δημιουργήθηκε. Και τώρα, πωρπατούμε στην αυχμηρή γη που μας στοιχειώνει, και για το κακό θρηνούμε, αδύναμοι όντας μπρός του. Στο απέραντό του, μικροί-ελάχιστοι γινόμαστε, σερπετοί κι αλλότριοι. Θυμώνουμε για τούτο, οργιζόμαστε με τον άνθρωπο που λάθεψε, που χαύνα είδε τη ζωή κι αποστειρώθη.
  
kapetanios.2011.07..01.jpg
Φωτ.: Ψάχνοντας στην καταστροφή... (πίνακας «The burnt forest», Vasilly Polenov 1881)

Στη γη τούτη, ο θάνατος χάσκει παντού. Σκελετοί δένδρων και θάμνων, σκελετοί ζώων και πουλιών -αυτός είν' ο σκελετός, το κουφάρι της γης-, ρόχθοι και γογγυσμοί στοιχειώνουν τη ζωή. Το χώμα ξερό, ξερνάει καπνό και φοβέρα, σκιάζοντας τη ζήση. Η Περσεφόνη γέρνει, τη γη τη στερνή αγκαλιάζει (έτσι την είδε ο Νίκος Γκάτσος, στον Εφιάλτη της), σαλεμένη από το βαρύ καημό. Η στάχτη, το σάβανο που καλύπτει το νεκρό σώμα της μαυροντυμένης γης, στέκει πάνω της υστερνά, σκεπάζοντάς την απαλά, ωσάν σινδόνη -γκροτέσκο στοιχείο λες, της ακροτελεύτιας πράξης, μιας δυνατής συγκινησιακής στιγμής έντασης, επαφής, αγάπης, πόνου ... Η τελευτή στιγμή! Φόβος της, μην το ανεμοτάραμα την πάρει και φανεί η γυμνότης!

Φτάσαμε λοιπόν στον τραγικό επίλογο. Φτάσαμε στο σημείο οπού, αναφερόμενοι στη φύση, μιλούμε πια σε παρελθόντα χρόνο. Η διά των αναμνήσεων επαναφορά της εικόνας της ή ο ευκτικός τρόπος αναφοράς της, δηλώνουν το αδιέξοδο. Δηλώνουν το άδηλο της καταστροφής...

Τώρα πια, όλα κείνα τα όμορφα που τη χαρακτήριζαν, φαντάζουν μακρυνά, αβέβαια στη σκέψη, θολά στην εικόνα. Η αγάπη για όσα φύγαν γίνεται αβάσταχτη, η ανάγκη για επαφή γίνεται επιτακτική. Ο ποιητής θρηνεί : «Να 'τανε τη σκιά τους να μου δίνανε / όταν κοντά τους θα διαβαίνω πάλι / σα μιαν αγάπη που κανείς δε μου 'δωσε / σα μια στοργή που μου 'λειψε μεγάλη» («Τα πεύκα» Λάμπρος Πορφύρας).

Κι η πληγωμένη γη, αυτή η μαυροφόρα που πατούμε, τι θα γενεί; Πολύ φοβούμαι ότι θα βιασθεί ανενδοίαστα από τους βάρβαρους τεχνοκράτες τού σήμερα. Θα γενεί τσιμέντο, θα γενεί άσφαλτος. Θα γενεί σκιά, θα γενεί φοβέρα. Το σκότος του πολιτισμού μας θα καλύψει το θαλερό, το υψηλό, το ευφρόσυνο, που πριν υπήρχε εκεί. Θα σβεστεί το όνειρο, θ' αποδιωχθεί η ελπίδα. Κι εμείς, ως μοιραίοι, ουτιδανοί κι ανήμποροι θα πεθαίνουμε ανύποπτα, σφαλερά, χωρίς να συνειδητοποιούμε την τραγικότητά μας. Οποία καταδίκη η ανάρμοστη φιλομηρία στο σκότος, στη σκωρία, στη θαμβότητα... Ποιο το ήθος στη μικρόνοια, στη φρεναπάτη, στην ενοχή, στη συνενοχή, στο άγος; Στα δύστηνα, στα φτενά και τρομώδη άνθρωπε καταπέφτεις, σε αυτά πνίγεσαι και με (για) αυτά (αργο)πεθαίνεις.

Όμως φτάνει πια, όχι άλλος θάνατος της ψυχής, όχι άλλη μακαριότητα, όχι άλλη άγνοια, όχι άλλος θάνατος. Ορθώσου..., το ανάστημά σου άνθρωπε ύψωσε και σάρωσε τα κάστρα, τις φυλακές του πολιτισμού σου...

kapetanios.2011.07..02.jpg
Φωτ.: Πένθισε για την καταστροφή άνθρωπε της θλιμμένης γης... (Πάρνηθα 2007)

Πένθησε για τη φύση άνθρωπε της θλιμμένης γης, κλάψε για το χαμό του δάσους. Θρήνησε, ξύπνησε, εξεγέρσου. Σκέψου, νοιώσε και... ορκίσου με τη φωνή της καρδιάς πως στο μέλλον δε θα επιτρέψεις να γενεί άλλο τέτοιο κακό, πως θα προστατέψεις το φυσικό αγαθό, πως θα γενείς δημιουργός ζωής, θα γίνεις φυτευτής. Θα το πονέσεις και θα το προστατεύσεις το δενδρί π' απέμεινε, κείνο που θα φυτέψεις. Θα το ποτίσεις με τα δάκρυα και τον ιδρώτα σου, θα το κοπρίσεις με τη φροντίδα και την περιποίησή σου, θα το ψηλώσεις με την ελπίδα σου. Δε θα τ' αφήσεις, δε θα το αμελήσεις, δε θα το ξεχάσεις. Θα το κάμεις δυνατό, θα το κάμεις μέγα. Για να πάρεις -μέσα από τη δημιουργική προσπάθεια- τη δύναμή του, τη θέλησή του, το κουράγιο του, και να γενείς ορθός, ...για να συνεχίσεις. Χρειάζεται ανθρώπους τέτοιους η γη μας -ιδιαίτερα σήμερα-, ανθρώπους όλο καρδιά, όλο πνοή, όλο βλέμμα. Ανθρώπους-δημιουργούς, ανθρώπους-λειτουργούς, ανθρώπους-ποιητές.

Πήγαινε κει όπου κείται το δάσος της ψυχής σου και περπάτησε στο καβουρντισμένο χώμα. Άφησε το πόδι σου να μπει βαθιά στο παχύ στρώμα της στάχτης, άφησε να σε γδάρει το αιχμηρό κλαδί του καμένου δένδρου. Νοιώσε τον πόνο της γης στο σώμα σου, στην καρδιά σου...

Νοιώσε το θάνατο που κυριαρχεί. Νοιώσε τη στέρηση, τη ζωή που εχάθη. Νοιώσε το ρόγχο της φύσης στο ζώο που καίγεται και μαρτυρικά αργοπεθαίνει. Στο δένδρο το φλεγόμενο, που κοντανασαίνει βασανιστικά. Στο φοβισμένο κτύπο μιας ανεξερεύνητης καρδιάς, που δε ξέρεις που και τίνος είναι, μα τη νοιώθεις γύρω σου παντού, να σε στοιχειώνει.

Νοιώσε το θάνατο που διαμόρφωσες με ευθύνη σου, είτε με υπαιτιότητά σου, είτε με την αδιαφορία σου, και γίνε τώρα δημιουργός ζωής.

Τη γη που μάτωσες, αυτήν ν' ασπαστείς. Να χύσεις το δάκρυ σου στο καυτερό της χώμα, να υποφέρεις από το θάνατο που ανασαίνει παντού.

Τότε θα νοιώσεις το βαρύ χρέος της δημιουργίας. Τότε θα καταλάβεις τι πα' να πει ζωή, τι εστί ελπίδα. 
       kapetanios.2011.07..03.jpg
Φωτ.: Κράτησε το χέρι σου τής καταστροφής... (γλυπτό σε κορμό καμένου δένδρου, Carved Forest, Argentina)
Το άρθρο αυτό είναι αναδημοσίευση από την εξαιρετική Ιστοσελίδα (δείτε παρακάτω ) και του εξαιρετικού επιστήμονα Αντώνιου Καπετάνιου . 

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Λαογραφία Οκτωβρίου



ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ- ΒΑΧΤΣΑΒΑΝΗΣ Π
Ο δεύτερος μήνας του φθινοπώρου. Έχει 31 ημέρες κι είναι ο πιο κατάλληλος για την καλλιέργεια και τη σπορά των χωραφιών. Ο ελληνικός λαός δίνει και τα ονόματα: Αϊ-Δημήτρης ή Αϊ-Δημητριάτης, Βροχάρης, Σποριάτης ή Σποριάς ή Σπαρτός, Μπρουμάρης (=ομιχλώδης, σκοτεινός) και Παχνιστής (από την πάχνη που πέφτει στους αγρούς). Τον θεωρεί έναν από τους μήνες κατά τους οποίους πρέπει κανείς να πίνει το κρασί ανέρωτο, γιατί τον συμπεριλαμβάνει στην παροιμία: «Όποιος μήνας έχει ΡΟ, δε θέλει στο κρασί νερό». Κατά το ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο 8ος μήνας, γι` αυτό κι ονομάστηκε Οκτόμπερ. Ήταν αφιερωμένος στον Άρη και τον παρίσταναν με μορφή κυνηγού, που έχει λαγό στα πόδια του, πουλιά πάνω απ` το κεφάλι του και ένα είδος κάδου κοντά του. Ο μήνας «των χειμαδιών» και ο γυρισμός των παραδοσιακών μαστόρων στις οικογενειακές εστίες.                 ΕΡΓΑΣΙΕΣ:                Όργωμα & σπορά σιτηρών, κριθαριού & βρώμης.                Σπορά τριφυλλιού.                Ολοκλήρωση τρύγου και παραγωγή κρασιού.                Μάζεμα φθινοπωρινών φρούτων & πατάτας.                Κάψιμο φυτών, που έδωσαν καρπούς, για να καταστρέψουν τα αυγά των εντόμων.                Κατεβαίνουν οι βοσκοί από τα βουνά στους χαμηλούς κάμπους (τα χειμαδιά).
                ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                «Η ΤΖΑΜΑΛΑ» ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ. Λέξη αραβική που σημαίνει καμήλα, μια προσωποποίηση θηλυκής οντότητας με αόριστη γονιμοποιητική σημασία. Το έθιμο αυτό, γονιμοποιητικό δρώμενο της άροσης και σποράς των αγρών, συνηθιζόταν παλαιότερα στην Θράκη, να γίνεται του Αγ. Δημητρίου στις 26/10 ή σε μια άλλη μέρα, ανάλογα με τον χρόνο σποράς, που εξαρτιόταν από τις κλιματολογικές συνθήκες.
                Για την καλή χρονιά σποράς, την παραμονή του Αϊ-Δημητρίου έκαναν την Τζαμάλα. Με ξύλα έκαμναν ένα μεγάλο σκελετό καμήλας, τον τύλιγαν με πανιά και προβιές, έβαζαν ουρά, ένα μακρύ κοντάρι για λαιμό, με κεφάλια αλόγου ή βοδιού με δόντια, το σκέπαζαν με προβιά και το στόλιζαν με χάντρες. Πάνω στην καμήλα έριχναν μακρύ χαλί, κάτω απ' αυτό έμπαιναν 4 άντρες, περπατούσαν και φαινόταν σα να περπατούσε η τζαμάλα. Πάνω της κάθιζαν ένα ψεύτικο παιδί, που το βαστούσε ο τζαμάλης, με καμπούρα και κουδούνια στη μέση του. Ύστερα από το ηλιοβασίλεμα το γύριζαν στα σπίτια με τραγούδια και γέλια… Όσοι πήγαιναν με τη τζαμάλα φορούσαν παράξενα ρούχα, με στεφάνια κληματαριών στο κεφάλι και με λαγήνια ή με κουβάδες στα χέρια για κρασί ή ούζο. Έξω από κάθε σπίτι φώναζαν: «Ε! κερά! Καλή χρονιά, καλό μπερικέτι (=εσοδεία) και πολύχρονη…». Για το έθιμο αυτό. πότε γεννήθηκε, είναι απροσδιόριστο. Μεταφέρονταν από γενεά σε γενεά. Ήταν κάτι παραπάνω από πολιτιστική εκδήλωση. Τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια.
                Σε καμιά περίπτωση δεν έβλεπες τους πρωταγωνιστές και στο κενό να σαχλαμαρίζουν. Παιζόταν όπως η αρχαία τραγωδία, Θέση και κίνηση παρόμοια με τους πρωταγωνιστές κρατούσε όλο το χωριό, που συνοδεύει την Τζαμάλα. Παιζόταν με τέτοιο τρόπο, που όλη η φιλοσοφία της Τζαμάλας αντικαθρεφτίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Το σενάριο δεν είχε στοιχεία φαντασίας. Ας εξετάσουμε το σενάριο και το ξεκίνημα της Τζαμάλας. Αρχές Οκτωβρίου, μέχρι το τέλος Οκτωβρίου όλο και ψιθυριζόταν: "Πότι θα βρέξει;" Με την πρώτη βροχή να σπείρουν. Και οι σπόροι για την εποχή ήταν, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη. Όλοι οι σπόροι αυτοί προσφέρονταν να κρατηθούν αποκλειστικά άνθρωποι και ζώα στη ζωή. Και τα ζώα δίνανε στον άνθρωπο για την εποχή όλα τα αγαθά, όπως γάλα, τυρί, το μαλλί τους για ρουχισμό, το δέρμα τους για τσαρούχια, αφού για παπούτσια λόγος δεν γίνεται και τη δύναμη τους, φυσικά, να οργώνουν τη γης, αφού η μηχανή ήταν ανύπαρκτη.
                Να, λοιπόν, πόσο ανάγκη είχαν τη βροχή! Την ημέρα κοίταζαν στον ουρανό. Αυτό το διάστημα, το βράδυ βλέπανε όνειρα για βροχή. Ο σχολιασμός συνεχής: "Πότι  θα βρέξει;" Όταν άρχιζε να βρέχει, η χαρά ήταν απερίγραπτη. Μικροί και μεγάλοι χόρευαν μες τη βροχή. Σε καμιά περίπτωση δεν μπαίνανε στις στέγες, φοβούμενοι μήπως παρεξηγηθεί ο θεός και σταματήσει η βροχή. Με το μπάσιμο στις στέγες ερμηνευόταν και αλλιώς: "Φτάνει τόση βροχή: ΣΤΟΠ". 
                Την επόμενη ημέρα από τη βροχή δε γινόταν σπορά, αφού το χώμα είναι βαρύ. Φτιάχνανε μικρά αλέτριαστα παιδιά τους, παιχνίδια, όπως τα μεγάλα, με ζυγό και βουκένια. Στη θέση για βόδια ζευόταν δύο παιδιά και το τρίτο παιδί κρατούσε το αλέτρι. Χάραζε πρώτα τετράγωνα το χωράφι, έριχνε σπόρο, κάνοντας το σταυρό του, λέγοντας: "Έλα, χριστέ και Παναγιά". Και άρχιζε να οργώνει, σκεπάζοντας το σπόρο. Ονοματίζει και τα βόδια του, δίνοντας τα ονόματα των βοδιών τους. Όλα αυτά γινόταν στην αυλή του σπιτιού με τα χαμόγελα των γονιών τους. 
                Όταν τα χωράφια φέρνανε τάβι και άρχιζε ο κόσμος να σπέρνει, η οικογένεια, κάθε πρωί που ξημέρωνε, βλέπανε πρώτα τα χωράφια των παιδιών τους. Πράγματι, μέσα στις οκτώ ημέρες φύτρωνε το ευλογημένο. Εδώ η χαρά δεν περιγράφεται. Το άροτρο έως το 1920 παραμένει το πρωτόγονο σίδηρο. Έχει μόνο στη μύτη το υνί, λεγόμενο, να σκίζει τη γης. 
                Οι πάντες σπέρνουν. Υπάρχουν φτωχοί και το περισσότερο χωριό δεν έχουν ζευγάρια. Η αιτία, ο πόλεμος, τα σεφέρ (μπεηλίκι). Οι πάντες, αυτοί που γλίτωσαν από τον πόλεμο, αισθάνονται την υποχρέωση να διακόψουν τη δική τους σπορά, να βοηθήσουν και τα θύματα. Το φιλότιμο και η ανθρωπιά είναι αναλλοίωτα. Ο μοναδικός τους στόχος είναι το πως θα κρατηθεί η κοινωνία τους στη ζωή. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, μαζί με τη σπορά, παρακολουθώντας να βγάζουν όλοι σπόρο στο χωράφι.
                Έτσι ερμήνευαν τη σπορά.
                Αμέσως στο ίδιο καθήκον επαγόταν η ΤΖΑΜΑΛΑ.
                Τη θεωρούσαν προσευχή. Αμέσως σχηματιζόταν επιτροπή. Με σοβαρότητα συνεδρίαζε, εξέταζε ένα -ένα τα σπίτια του χωριού. Εάν έβγαζε σπόρο, αυτό ερμηνευόταν. Έστω και ένα στρέμμα να έσπερνε το κάθε σπίτι, η Τζαμάλα έπρεπε να παίξει. Τότε η επιτροπή, το δεύτερο μέτρο, προσδιορίζει την ημέρα που θα παίξει. Τρίτο, ποιοι θα αποτελούν το θίασο. Εδώ πρόσεχαν πολύ, κάνοντας συζήτηση με όλους. Αυτοί που θα προταθούν, να έχον την έγκριση από όλο το χωριό. Τα πρόσωπα που θα απαρτίζουν το θίασο, οι πρωταγωνιστές, να είναι δοκιμασμένα άτομα. Αυτό είχε μεγάλη σημασία για την επιτυχία της Τζαμάλας. Παιζόταν ένα σοβαρό δράμα..
                Αφού γινόταν η επιλογή των ατόμων και η ημερομηνία, ο τόπος της συγκέντρωσης οριζόταν πάντα στην άκρη του χωριού και έξω από το χωριό. Διαφορετικά δε γινόταν, αφού εσώκλειστος χώρος δεν υπήρχε για την εποχή. Και εάν τον είχε ήταν δύσκολο να χωρέσει ένα χωριό μικρούς και μεγάλους, συν αυτά στη μέση. χρειαζόταν μεγάλη αλάνα για να γίνει η πρόβα. Και γι' αυτό, επιλέγονταν υπαίθριος χώρος. 
                Η συγκέντρωση του κόσμου γινόταν την ώρα που σκοτείνιαζε. Οι απαιτούμενες ενδυμασίες, κουδούνιαμεγάλα, όπλο κλπ, όπως ανέφερα παραπάνω, χρειαζόταν την έγκριση 100% των κατοίκων. Τυχόν παρεξήγηση δεν επιτρεπόταν σε καμιά περίπτωση. Εάν γίνει και παιχτεί δεύτερος θίασος Τζαμάλα, αυτό είχε επιχειρηθεί στο παρελθόν, πολύ παλιά και είχε γίνει φόνος, μεγάλο κακό. Θεωρούνταν γελοιοποίηση της λειτουργίας. 
                Το έθιμο της Τζαμάλας πρέπει να έρχεται σίγουρα από τα βάθη των αιώνων. Αυτό φαίνεται από όλες τις θέσεις και αντιδράσεις, όταν ανακάλυψαν το σίδηρο και βάλανε το δόρυ στο τόξο, όπως και το υνί, τη μύτη στο άροτρο, δίνοντας τη δυνατότητα να σκίζει το χώμα, σκεπάζοντας πολύ σπόρο. Και βλέποντας οι άνθρωποι την παραγωγή, με τη χαρά τους άρχιζαν να πανηγυρίζουν.
                Ακόμα και τα ενδύματα που φοράνε, δέρματα, προβιές και γούνες από ζώα.
                Ο θίασος αποτελούνταν και παιζόταν από τρία άτομα ήταν οι πρωταγωνιστές.
                Πρώτος, ένα νέος υψηλός, λεβέντης. Αυτός φορούσε τη γούνα στο κεφάλι, καπέλο με δέρμα, στα πόδιατσαρούχια, στη μέση κουδούνια κρεμασμένα, λεγόμενος Τζαμαλάρης.
                Δεύτερο πρόσωπο, πάλι νέος, κοντότερος άνδρας. Ντύνεται προσποιείται τη γυναίκα.
                Ο εγωισμός του και η ζήλια δεν τον αφήνουν. Το επαναλαμβάνει με πιο άγριες διαθέσεις. Στις δύο - τρεις το ίδιο επαναλήψεις, αφού η Γκαντίνα του γυρίζει την πλάτη, τότε επεμβαίνει ο Τζαμαλάρης. Τον απωθεί, σπρώχνοντάς τον με δύναμη. Παρά λίγο να πέσει. Ο κόσμος φωνάζει "ο. ο ..Γκια Τζαμάλα, Γκια". 
                Τώρα ο γέρος γίνεται κάτι άλλο, ρεζίλι. Χάνει τον έλεγχό του, κατεβάζει το όπλο του από την πλάτη. Το ανοίγει, όμως δεν έχει σφαίρες να σκοτώσει τον Τζαμαλάρη. Οι νέοι χορεύουν αδιάκοπα. Ο γέρος καμπουριαστά πλησιάζει προς τους νοικοκυραίους, λέγοντάς τους με άγρια και δυνατή φωνή, προτάσσοντας τους το όπλο: "Βάλτε μέσα στο όπλο μου σφαίρα, βάλτε". Αυτοί απαντούν: "Δεν έχομι". Αυτός φωνάζει: "Βάλτε σφαίρα". 
                Στην επιμονή του γέρου βγάζει ο νοικοκύρης από την τσέπη του επιδειχτικά μια σφαίρα, τη βάζει μέσα στο όπλο. Όπως το κρατά ο γέρος και με αργά βήματα, κορδωμένος, σαν να έλεγε: "Τώρα εγώ θα σας δείξω", παίρνει θέση γονατιστός και σκοπεύει.
                Η Γκαντίνα μπαίνει μπροστά στον Τζαμαλάρη, κάνει προστατευτικό τείχος να τον προφυλάξει από τη σφαίρα. Ο γέρος με διάφορες κινήσεις και ελιγμούς προσπαθεί να ξεγελάσει την Γκαντίνα. Και το πετυχαίνει, κερδίζοντας παιδιού βολές. Πατά τη σκανδάλη. Το όπλο δεν παίρνει φωτιά.
                Ο γέρος εξοργίζεται. Κατάλαβε ότι ο νοικοκύρης του έβαλε άδεια σφαίρα μέσα στο όπλο του. Και στην επιμονή του, για δεύτερη φορά εντονότερα, του βάζει πάλι σφαίρα. Επαναλαμβάνονται ίδιες οι κινήσεις, όπως και στην πρώτη φορά.
                Τώρα, με αυτόν τον πυροβολισμό ο νέος πέφτει κάτω νεκρός.
                Η Γκάιντα σταματά να παίζει. Φωνή δεν ακούγεται. Νεκρική σιγή. Η Γκαντίνα σπαράζει από κλάματα επάνω στο πτώμα του συντρόφου της. Ο Γέρος παίρνει βαθιά ανάσα και με ανάσα και με αργά βήματα, κορδωμένος, προχωρεί. Αρπάζει την Γκαντίνα με ορμή με δύναμη από το μπράτσο. Την έσυρε έως έξω από την αλάνα, σπρώχνοντας την με δύναμη στο περιθώριο. 
                Γυρίζει πίσω, φέρνει βόλτα, τριγυρίζει γύρω από το πτώμα του Τζαμαλάρη, βλέποντάς τον με επιφύλαξη εάν είναι ζωντανός ή πεθαμένος. Τον σκουντά με το πόδι, μήπως κουνηθεί. Και αφού πείθεται ότι είναι νεκρός, τότες τον αρπάζει από το πόδι και με το ένα χέρι τραβά το μαχαίρι το από το ζωνάρι. 
                Γυρίζει το κεφάλι του προς τους νοικοκυραίους και με ζωηρή φωνή ρωτά: "Θα τον γδάρω το τομάρι το. Πώς το θέλετε, προβιά να γίνει ή τουλούμι να βάλετε τυρί;" Ο νοικοκύρης με τη γυναίκα του ανταλλάσσανε γνώμη πώς το θέλουν. Επικράτησε η γνώμη της γυναίκας και αποκρίνονται φωναχτά: "Προβιά το θέλουμε, να καθόμαστε". Και τον γδέρνει. Πάλι ο γέρος τους ξαναρωτά εάν έχουν σκυλιά ή όχι. Απάντηση ήταν: "Έχουμε". Και οπότε ο γέρος φωνάζει τα σκυλιά, λέγοντας: "ω. ω. ω καραμάν".
                Δεν πρόλαβε, όμως, να τον σβαρνίσει από το πόδι. Πετιέται ο νέος, ανασταίνεται, αρπάζει το γέρο σαν σκουπίδι, τον απώθησε κλωτσώντας τον έξω από την αλάνα. Άρχισαν ζητωκραυγές, η Γκάϊντα να παίζει.
                Παρουσιάζεται η Γκαντίνα, δίπλα στον Τζαμαλάρη και χορεύοντας ξεκινούν για το επόμενο σπίτι. Τότε και ο νοικοκύρης, όπως σταματά χαρούμενος με τη γυναίκα του, περνούν από μπροστά οι παραλήπτες, που παίρvουv το δικαίωμα σέρνοντας το γαϊδούρι που κουβαλά το σιτάρι, λέγοντας: "Και το χρόνο με υγεία".
                Είναι αλήθεια πόσο σωστή είναι η φιλοσοφία της Τζαμάλας. Εξετάζοντας τα πλάνα του θιάσου, πως είναι δυνατόν ο γέρος να σκοτώνει το νέο και αυτός να ανασταίνεται; Δείχνει καθαρά ότι το νέο, η πρόοδος, η εξέλιξη δεν πεθαίνει. Συνεχίζοντας η Τζαμάλα το γύρο στο χωριό, τύχαινε σε σπίτι που ο νοικοκύρης δεν έβγαζε σπόρο για διάφορους λόγους, η Τζαμάλα σε καμιά περίπτωση δεν έπαιζε. Υπήρχε σεβασμός, με την έννοια ότι δε θα 'ταν καλό στην παραγωγή. Παρόλα, η Τζαμάλα έφερνε ένα γύρο μες την αυλή. Με την είδηση: "δεν έσπειρε", οι πάντες αποχωρούσαν με σεβασμό. 
                Στην αντίθετη περίπτωση, όταν ο νοικοκύρης έβγαζε σπόρο και δε δεχόταν να παίξει η Τζαμάλα προσωπικά, σε καμία περίπτωση δεν τολμούσε να πει ότι: "Εγώ, φερειπείν, δε θέλω να παίξει η Τζαμάλα στο σπίτι μου". 
                Αντιδρούσε διαφορετικά. Δήθεν ότι δεν είναι κανείς στο σπίτι. Σώνει και καλά ότι απουσίαζαν. Ήταν δύσκολα να αρνηθεί κανείς, γιατί είχε να αντιμετωπίσει την οργή όλου του κόσμου.
Και δεύτερο, είχε να εισπράξει ταπεινωτικές ενέργειες, όπως πρώτον: ανατροπή του κάρου του επάνω στη σορό, στην κοπριά ή στη σορό τα πουρνάρια, που χρησίμευαν για καψόξυλα στο φούρνο. Και αυτό ήταν δύσκολο να το κατεβάσει, γιατί ήταν αναποδογυρισμένο οι τέσσερις ρόδες προς τα πάνω, σατιρίζοντας δήθεν, έχουν κάνει αερόμυλο.
                Αυτή η πράξη της ανατροπής του κάρου γινόταν μεγάλη πλάκα, γέλια. Όπως το κάρο είναι αναποδογυρισμένο στη σορό επάνω, άλλοι γύριζαν τις ρόδες φωνάζοντας: "Άντε χωριανοί, ο μύλος βγάζει ψιλό αλεύρι, ελάτι να αλέσιτι". Γέλια πολλά και την επόμενη ημέρα ακόμα γελούν σχολιάζοντας.
                Με το τέλος της Τζαμάλας το σιτάρι το πουλάν. Τα λεφτά που παίρνουν την πρώτη Κυριακή ορίζουν γλέντι στην πλατεία του χωριού. Χορός, τραγούδια, ευχές, καλή χρονιά, καλή σοδιά και το χρόνο με υγεία.
                Την Τζαμάλα οι παλιοί την πήγαιναν και την έπαιζαν στην πατρίδα και σε διπλανά χωριά, ακόμα και στα τούρκικα. Ντύνονταν Τζαμάλα μέχρι και ηλικιωμένοι πενηντάρηδες. Άλλοι μάζευαν "το δίκιο", στάρι που τους έδιναν οι νοικοκυραίοι για το παίξιμο παν στο γαϊδούρι.
 

                Κατά την τελετουργική περιφορά της, μάλιστα, τραγουδούσαν το ακόλουθο ελληνοτουρκικό τραγούδι, που διεκτραγωδεί την ασθένειά της και την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται:       Βερίριμ σαμανί, γεμές (της δίνω άχυρο, δεν τρώγει)
Μπεν τσεκέριμ, ο γκελμές (την τραβώ, δεν έρχεται)
Τζαμάλα, τζαμάλα, χούντισι (εμπρός)
Ντι -ντίλι, μάντιλι, ντι -ντίλι,
τση τζαμάλας το παιδί
έβγαλε κακό στο φτι (ή έκαμε κακό στο φτι)
και γυρεύ' να παντρευτεί!
Μπεν τσεκέριμ γετελέ (εγώ τραβάω στο κρεβάτι)
μπου γκιντίορ χεντεγιά (αυτή πηγαίνει στο χαντάκι)
Τζμάλα, τζαμάλα, χούντσισί (εμπρός)
 

                Αφού έκαμναν το γύρο του χωριού έπαιρναν τα όργανα και διασκέδαζαν στο καφενείο ως το πρωί.
                Σήμερα το έθιμο συνηθίζεται σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, κυρίως τις Απόκριες. 
                ΓΙΟΡΤΕΣ:                    12 ΟΚΤΩΒΡΗ (1944). Η απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς.
                
ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (26/10). Η γιορτή αυτή θεωρείται ορόσημο του χειμώνα και συνδυάζεται με του Αγ. Γεωργίου στις 23 Απριλίου. Στο γεωργικό καλαντάρι οι 2 αυτές γιορτές αποτελούν τις χρονικές τομές που χωρίζουν το έτος σε 2 ίσα μέρη, στο χειμερινό και το θερινό εξάμηνο αντίστοιχα. 
                28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ (1940). Η επέτειος του «ΟΧΙ» στο φασισμό.
                ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες, οκτώ σακιά δε γέμισες».
                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες, τρία καλά δεν έκαμες».
                «Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη, έχει οκτώ σειρές στ' αλώνι».
                «Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια».
 
Λαογραφικά του μηνός Οκτωβρίου http://oiax.blogspot.com/
«Τα ξημερώματα ο Μηνάς σηκώθηκε.
Άδεια ήταν ακόμη η κουβέρτα κι ο καιρός είχε δροσίσει.
Η μέρα όμως προμηνούσε καλή.
Αηδημητριάτικο καλοκαίρι. Ο πιο καλός καιρός.
Και δροσιά κι ο ουρανός καθαρός κι οι νύχτες γλυκειές κι ήρεμες.»
(Μηνάς ο Ρέμπελος, Κωστή Μπαστιά)


Ο Οκτώβριος είναι ο δέκατος μήνας του Γρηγοριανού (νέου) ημερολογίου. Στο πρώιμο Ρωμαϊκό ημερολόγιο -όταν το έτος ξεκινούσε την 1η Μαρτίου- ήταν ο 8ος μήνας και εκεί οφείλει το όνομά του (από το λατινικό octo). Στο Αττικό ημερολόγιο ήταν ο τέταρτος μήνας και λεγόταν Πυανεψιών ή Πυανοψιών. Ονομαζόταν έτσι γιατί τότε γιορτάζονταν τα «Πυανέψια» ή «Πυανόψια» προς τιμήν του Απόλλωνα, της Σκιράδας Αθηνάς και αργότερα προς τιμή του Διονύσου. Με τις γιορτές αυτές ευχαριστούσαν τους θεούς για την καρποφορία και την ευφορία της γης. Ο Οκτώβριος είναι ο μήνας της φθινοπωρινής σποράς. Γι’αυτό οι Ρωμαίοι του έδιναν και ένα άλλο όνομα, τον έλεγαν Sementilius (απ’το semen που σημαίνει σπόρος).
Ο λαός μας τον λέει ακόμη Σπαρτό, Αγιοδημήτρη ή Αγιοδημητριάτη απ’τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, Γυμνωτή γιατί γυμνώνονται τα βουνά απ’την παρουσία των τσοπάνηδων και των ζωντανών τους, Παχνιστή από την πάχνη που πέφτει στους αγρούς και Βροχάρη.
Τα πρωτοβρόχια είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τη σπορά.
Στην Κω μόλις άρχιζαν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες, ξεχύνονταν στο δρόμο τα παιδιά, πιάνονταν χέρι χέρι και χορεύοντας τραγουδούσαν:

Ψιχαλίζει, λίζει, λίζει,
και το μάρμαρο ποτίζει
κι η νονά μου κοσκινίζει
να μου κάνει το κουλούρι
να το βάλω στο πιθάρι
να το φάω το Γενάρη.

Για τη σπορά, το θρησκευτικό σημάδι του χρόνου είναι η Κυριακή του Σπορέως (14/10 για το 2007), όπου διαβάζεται στην εκκλησία η παραβολή του Σπορέως (Λουκά η΄ 5-15). Ένα άλλο σημαντικό σημάδι του χρόνου μέσα στον Οκτώβριο είναι η γιορτή του αγίου Δημητρίου στις 26 του μήνα που μαζί με τη γιορτή του αγίου Γεωργίου στις 23 Απριλίου αποτελούν για τους κτηνοτρόφους τα δύο συνόρατα του χρόνου. Χωρίζουν, δηλαδή, το κτηνοτροφικό έτος σε δύο εξάμηνα, το θερινό και το χειμερινό. Γι’αυτό και στις γιορτές αυτές αρχίζουν και τελειώνουν οι συμβάσεις και οι άλλες συμφωνίες μεταξύ τους, αλλά και με τους γεωργούς.
Ανήμερα της γιορτής γίνεται και το άνοιγμα των κρασιών και η δοκιμή τους με την ευχή «καλόπιοτο» ή «και του χρόνου».
Καλοκαιράκι του Αγ. Δημητρίου» ο λαός μας ονομάζει τις λίγες μέρες κοντά στη γιορτή του Αγίου, όπου ο καιρός είναι σαν καλοκαιρινός. Αυτή η καλοκαιρία χρειάζεται για το όργωμα και συμβολική εγγύησή της είναι τα χρυσάνθεμα (ή αγιοδημητριάτικα).
Μια κυπριακή παράδοση λέει για τα χρυσάνθεμα: «Ο Οκτώβρης περιπλανιόταν στη γη και μοιρολογούσε για τα χαμένα λουλούδια και για τα φύλλα των δέντρων που πέφτανε στη γη, καθώς και για τις ζεστές ημέρες που χάνονταν και για τα σύννεφα που μαζεύονταν στον ουρανό. Τα χρυσάνθεμα τότε παρακάλεσαν τον Θεό να κάμει καλωσύνες γι’αυτά και να τ’ αφήσει ν’ανθίζουν όλον τον Οκτώβρη. Τ’ακουσε ο Θεός και τα’αφησε κοντά του, κι έτσι στην Κύπρο τα λένε Οκτωβρούδες».
Για το μήνα Οκτώβριο λέγονται οι εξής παροιμίες:
«Οκτώβρη και δεν έσπειρες
οκτώ σωρούς δεν έκαμες».
«Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη,
έχει οκτώ σειρές στ' αλώνι».
«Τ’ Αη-Λουκά σπείρε τα κουκιά».
«Αη-Δημητράκη μου, Μικρό Καλοκαιράκι μου».

Το παρόν κείμενο αντεγράφη αυτούσιο από την σελίδα :
http://users.sch.gr/babaroutsoup/today/ethima/laografiaf.htm#Λαογραφία_Οκτωβρίου

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Σεπτέμβρη Λαογραφία


ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ΒΟΗΔΡΟΜΙΩΝ  Ν. ΒΑΡΔΙΑΜΠΑΣΗΣ
Αττικός μην 15 Σεπτεμβρίου – 13 Οκτωβρίου και αρχή της… ΙΝΔΙΚΤΟΥ
Ο Σεπτέμβριος -Τρυγητής- παράγεται απ' τη λατινική Septem (=επτά). Ηταν ο έβδομος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου, τότε που ο χρόνος άρχιζε από τον Μάρτη Στη συνέχεια έγινε ο πρώτος του έτους. Μετά ο ένατος (!). Μην των συνεχών αλλαγών και των… μετακομίσεων.
Η πρώτη Σεπτεμβρίου -Πρωτοσταυριά- ορίστηκε από το 313 μ.Χ. ως αρχή των θρησκευτικών δεκαπεντάχρονων περιόδων της λεγόμενης Ινδίκτου. Η Ινδικτος ή Ινδικτιώνα, που παράγεται απ' τη λατινική indictio (= έκτακτη φορολογική εισφορά), ορίσθηκε ως η δεκαπενταετής εκκλησιαστική περίοδος (αυτό είναι το εκκλησιαστικό έτος). Οι αρχιερείς, με την παροιμιώδη προβλεπτικότητά τους, καθόριζαν τις εορτές και τις εισφορές για τις ανεγέρσεις ναών ανά 15ετία. Τις Ινδικτιώνες τις καθιέρωσαν οι Αγιοι Πατέρες – επηρεασμένοι από τους Ρωμαίους – για φορολογικούς κυρίως σκοπούς.
Βοηδρομιών, -ώνος Βοηδρομιών σημαίνει τρέχω (=θέω) προς τη Βοή. Κάποιος Βο-άει ή Γο-άει: φωνάζει δυνατά και εγώ…θέω: δρομέω: τρέχω προς τη βοή ως… Βοη-θός για να προσφέρω Βοή-θεια. Ο Θησεύς πρόσφερε βοή-θεια εναντίον των Αμαζόνων. Και οι Αθηναίοι ονόμασαν Βοηδρομιώνα τον τρίτο μήνα του έτους τους, εις ανάμνησιν. Διόνυσος – Λειδινός. Παλαιότερη ανάμνηση όμως και απ' τα Βοη-δρόμια ήταν η κηδεία του Διόνυσου – Λειδινού, ενός ντυμένου ανδρεικέλου σε φυσικό μέγεθος, με υπερμεγέθη φαλλό και όρχεις, που γίνεται κάθε 14 Σεπτεμβρίου στην Αίγινα.
Την Πρωτοσεπτεμπριά οι αγρότες "καλούσαν" με διάφορους τρόπους και τεχνικές που θυμίζουν αρχαία θεσμοφόρια, το "πνεύμα της βλαστήσεως". Ο σπόρος που ήταν προορισμένος για την σπορά «στέλλεται εις την εκκλησίαν διά να ευλογηθεί». Στην Κω κρεμούν στο εικονοστάσι το σύμβολο της "Αρκιχρονιάς": μια αρμαθιά από ρόδι, σταφύλι, κυδώνι, σκόρδο και φύλλο από τον πλάτανο του Ιπποκράτη.
Τρυγητής «Η πρώτη ημέρα του (Σεπτέμβρη) Τρυγητή χαιρετιζόταν στη Θράκη κ.α. διά τυμπάνων και ασμάτων. Οι ληνοί συνοδεύονταν δι' ομάδων ορχουμένων και αδόντων… Την νύχτα παρέες προσωπιδοφόρων εν τυμπάνοις και αλαλαγμοίς τρέχουν στους δρόμους…». Τα δρώμενα αυτά θυμίζουν αρχαία Οσχοφόρια στα οποία νέοι φορώντας στεφάνια από κλαδιά αμπέλου (όσχους) ξεκινούσαν από τον ναό του Διονύσου πηγαίνοντας προς τους αμπελώνες και τα πατητήρια.
Εορτές: Του Αγίου Μάμαντος (2 Σεπτεμβρίου): Είναι άγιος βοσκός. Γίνονται θυσίες αμνών στα ξωκλήσια του. «… Προσέχοντας το αίμα να τρέξει μες στ' αυλάκι το νερό, που βγαίνει κάτω από το ιερό της εκκλησίας». (Σκύρος)
Το Γενέθλιον της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου): Της Παναγίας της Αποσοδειάς (Αιτωλία), της Καρυδούς (Καστοριά)
Της Υψώσεως του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου): Την ημέρα αυτή κηδεύουν και θρηνούν στην Αίγινα με μιμική παράσταση και με αποχαιρετιστήριο ύμνο τον Διόνυσο – Λειδινό: ένα ντυμένο ανδρείκελο με υπερμεγέθη φαλλό, σύμβολο της γονιμότητας καθώς του τραγουδούν: «Φεύγεις, πάεις, Λειδινέ μου,/ τσ' εμάς αφήνεις κρύους,/ πεινασμένους, διψασμένους/ τσ' όχι λίγο μαραμένους/ Λειδινέ μου, Λειδινέ μου!/ Πάλι θα 'ρθης Λειδινέ μου,/ με του Μάρτη τις δροσιές,/ με τ' Απρίλη τα λουλούδια/ τσαι του Μάη τις δουλειές/ Λειδινέ μου, Λειδινέ μου» [Π. Ηρειώτη, Λαογρ. Η (1921), σ. 289] Πηγή άρθρου : βλέπετε παρακάτω. 

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Ενα σούπερ-ζιζάνιο καρφώνει τη Monsanto


Πριν από δύο δεκαετίες, η Monsanto, η μεγαλύτερη πολυεθνική γεωργικής βιοτεχνολογίας στον κόσμο, κατασκεύασε γενετικά τροποποιημένους (γ.τ.) σπόρους που μπορούσαν να αντιστέκονται στο ισχυρό ζιζανιοκτόνο Ράουνταπ, που επίσης ήταν δικό της παρασκεύασμα με σχεδόν καθολική χρήση για τις ανάγκες καθαρισμού των ανά την υφήλιο γεωργικών καλλιεργειών.
Γεωργοί σε απόγνωση ψεκάζουν με glyphosate για να σώσουν τη σοδειά τους. Ακόμα και με τα δυνατά ζιζανιοκτόνα δεν είναι σίγουροι για το αποτέλεσμα.Γεωργοί σε απόγνωση ψεκάζουν με glyphosate για να σώσουν τη σοδειά τους. Ακόμα και με τα δυνατά ζιζανιοκτόνα δεν είναι σίγουροι για το αποτέλεσμα.Εκτάσεις εκατομμυρίων στρεμμάτων κυρίως με καλλιέργειες καλαμποκιού, σόγιας, βαμβακιού, ρυζιού και δημητριακών σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούσαν το ζιζανιοκτόνο και τους γ.τ. σπόρους που του αντιστέκονταν, αγοράζοντάς τα από τα ράφια της Monsanto.
Το κίνητρο ήταν ισχυρότατο: ο αγρότης δεν θα ανησυχούσε πλέον για τα ζιζάνια που του κατέτρωγαν τις σοδειές. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να καταβρέχει με Ράουνταπ τα φυτά του, και κάθε παράσιτο θα εξαφανιζόταν πλην του ίδιου του ψεκασμένου φυτού, που ήταν γ.τ. να αντιστέκεται στο δηλητήριο. Για τους αγρότες ήταν μια εκπληκτική λύση. Ετσι, τα γ.τ. φυτά και το ισχυρό τοξικό ζιζανιοκτόνο που πήγαινε πακέτο μαζί τους έφερναν ετήσια κέρδη πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια στη Monsanto, μεγιστοποιούσαν τη γεωργική παραγωγή, και κάλυπταν μεγάλες εκτάσεις καλλιεργειών, που -για παράδειγμα- στις ΗΠΑ μόνο, άθροιζαν το 94% της συνολικής παραγωγής σόγιας και το 70% της παραγωγής καλαμποκιού και βαμβακιού. Τα λεγόμενα «φυτά Ράουνταπ-έτοιμα» κάλυψαν σαν κουβέρτα την αμερικάνικη αγροτική γη, σκεπάζοντας πάνω από 500.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα καλλιεργειών.
Σήμερα, τα πράγματα άλλαξαν. Λέγεται ότι άλλαξαν τόσο ώστε συνιστούν τη μεγαλύτερη αλλαγή στη ιστορία της γεωργίας. Και, δυστυχώς, άλλαξαν προς το χειρότερο (για όλους). Τα «φυτά Ράουνταπ-έτοιμα» συναντούν πλέον στους αγρούς και «ζιζάνια Ράουνταπ-έτοιμα». Περισσότερα από 20 είδη ζιζανίων σε συνολική έκταση 60 εκατομμυρίων στρεμμάτων σε ΗΠΑ και Λ. Αμερική, μετά από είκοσι χρόνια συνεχούς ραντίσματος με το ίδιο φάρμακο, έχουν αναπτύξει δικούς τους μηχανισμούς άμυνας, και είναι άτρωτα. Το χειρότερο, η γύρη τους μεταφέρει το γονίδιο αντίστασης, μεταδίδοντάς το και στα φυτά που δεν έχουν ψεκαστεί. Επίσης, τα νέα μεταλλαγμένα ζιζάνια είναι ισχυρότερα από τα προηγούμενα, μεγαλύτερα και καταστροφικότερα.
Φυσικά, το πρόβλημα είχε προβλεφθεί, διότι και οι πρωτοετείς της γεωπονίας ξέρουν ότι τα οικοσυστήματα προσαρμόζονται στις μεταβολές. Το ήξερε και η Monsanto. Οι αγρότες, όχι. Ή απλά τούς παραπλανούσαν. Θέλοντας να αντιμετωπίσει τον κινεζικό ανταγωνισμό, η Monsanto δαπάνησε 150 εκατομμύρια δολάρια το 2010 για να προωθήσει τις πωλήσεις του Ράουνταπ και το κατάφερε, αυξάνοντάς τες κατά 57% στο πρώτο τρίμηνο του 2011. Γνωρίζοντας φυσικά το πρόβλημα της προσαρμογής των ζιζανίων, αλλά πετυχαίνοντας κέρδη 700 εκατομμυρίων δολαρίων.
Πίσω στα χωράφια, οι γεωργοί συνεχίζουν τα σφάλματα. Παρασκευάζουν κοκτέιλ ζιζανιοκτόνων με υψηλή τοξικότητα, που όμως δεν φαίνεται να εμποδίζουν την εξάπλωση των υπερ-ζιζανίων. «Το πρόβλημα καλπάζει», γράφτηκε σε εφημερίδα του Σεντ Λιούις, καθώς «η προσαρμογή των νέων ειδών ζιζανίων γίνεται ταχύτερα και δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσει η επιμόλυνση μέσω της μεταφοράς γύρης». Για τη Monsanto όλα αυτά δεν είναι παρά το άνοιγμα νέων πεδίων έρευνας και εμπορικής εκμετάλλευσης -αυτή τη φορά θα είναι νέοι γ.τ. σπόροι που θα ανθίστανται στα superweeds, «προκαλώντας νέο γύρο επιχειρηματικής κερδοφορίας και περιβαλλοντικής καταστροφής».
Οι γεωπόνοι έχουν σκύψει στα μικροσκόπιά τους αναζητώντας εναλλακτικές στρατηγικές προστασίας των καλλιεργειών. Διότι, στο μεταξύ, οι γ.τ. σπόροι και τα συνοδευτικά ζιζανιοκτόνα τους αποδεικνύονται, εκτός από ανίσχυρα, και επικίνδυνα για την δημόσια υγεία: η ακαδημαϊκή έρευνα έχει από χρόνια διαπιστώσει την επικινδυνότητα των ευρέως χρησιμοποιούμενων ζιζανιοκτόνων (του Ράουνταπ και του ενεργού συστατικού του glyphosate), γεγονός που υποτιμήθηκε. Σήμερα, υπό τη βαριά σκιά των superweeds, η επιστημονική κοινότητα υποχρεώνεται να ξανακουβεντιάσει για τη χρησιμότητα της βιοτεχνολογίας και των γ.τ. οργανισμών. Αυτή την φορά, σοβαρά.
http://www.enet.gr/?i=news.el.ecoenet&id=304869

Enhanced by Zemanta

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Ωδή στη φύση που χάνεται



Ο αέρας μυρίζει πένθιμα. Το χρώμα του θανάτου καλύπτει τα πάντα. Η λάμψη της φλόγας φωτίζει τη νύχτα, κυρίαρχη έναντι κάθε άλλης φωτοδότρας πηγής.
Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

«Μη μου σκοτώσετε το νερό.
Μη μου σκοτώσετε τα δένδρα.
Μη μου ξεσκίσετε αυτές τις θείες σελίδες που τις γράψανε
τ' ασύλληπτο φως κι ο ασύλληπτος χρόνος
κι όπου σταθώ με περιβάλλουν. Μη μου σκοτώσετε
της γης το ποίημα!

...

Σας παρακαλούμε:
Αφήστε μας τα πράγματα. Μη μας τα καίτε.
Αφήστε τα έντομα να βρίσκουνε τα άνθη τους»

(«Αυτοβιογραφία», Νικηφόρος Βρεττάκος).

Ο αέρας μυρίζει πένθιμα. Το χρώμα του θανάτου καλύπτει τα πάντα. Η λάμψη της φλόγας φωτίζει τη νύχτα -πιο έντονα θαρρείς από αυτή των άστρων-, κυρίαρχη έναντι κάθε άλλης φωτοδότρας πηγής. Τούτο το θανατικό είναι βαρύ, πολύ βαρύ για να το αντέξει κανείς...

Το δάσος, το τόσο πολύτιμο μερτικό μας, κάηκε. Η βλάστη εχάθη. Ο τόπος ο θαλερός εσβήσθη. Γίνηκε σταχτύς, γίνηκε μαύρος. Γίνηκε σκιά, γίνηκε θάνατος. Τα δένδρα νεκρά, μα πεισματικά όρθια! Ακίν ητες μαύρες φιγούρες, σκιές θανάτου, μας χαιρετούν λίγο πριν σκύψουν για να ασπασθούν τη μάνα γη, λίγο πριν γίνουν άγγελοι!

Κάμανε κόπο πολύ για να ψηλώσουν, πάλεψαν με τα ενάντιά τους στοιχειά μέχρι να ορθωθούν, μέχρις ότου γίνουν ικανά στην αντοχή, στη στέρηση, στις κακουχίες. Πέρασαν χρόνια πολλά, βαριά, μέχρις ότου γίνουν οι ώριμοι στυλοβάτες της γης, οι ακίνητοι προστάτες μας, που δίναν ανάσα στο μακάριο κόσμο μας.

Κι ήρθε κακιά στιγμή, χέρι φονικό, για να σβεστεί η ελπίδα, για να χαθεί η ζωή. αυτή που με τόσο κόπο κι ατέλειωτη υπομονή δημιουργήθηκε. Και τώρα, πωρπατούμε στην αυχμηρή γη που μας στοιχειώνει, και για το κακό θρηνούμε, αδύναμοι όντας μπρός του. Στο απέραντό του, μικροί-ελάχιστοι γινόμαστε, σερπετοί κι αλλότριοι. Θυμώνουμε για τούτο, οργιζόμαστε με τον άνθρωπο που λάθεψε, που χαύνα είδε τη ζωή κι αποστειρώθη.
  
kapetanios.2011.07..01.jpg
Φωτ.: Ψάχνοντας στην καταστροφή... (πίνακας «The burnt forest», Vasilly Polenov 1881)

Στη γη τούτη, ο θάνατος χάσκει παντού. Σκελετοί δένδρων και θάμνων, σκελετοί ζώων και πουλιών -αυτός είν' ο σκελετός, το κουφάρι της γης-, ρόχθοι και γογγυσμοί στοιχειώνουν τη ζωή. Το χώμα ξερό, ξερνάει καπνό και φοβέρα, σκιάζοντας τη ζήση. Η Περσεφόνη γέρνει, τη γη τη στερνή αγκαλιάζει (έτσι την είδε ο Νίκος Γκάτσος, στον Εφιάλτη της), σαλεμένη από το βαρύ καημό. Η στάχτη, το σάβανο που καλύπτει το νεκρό σώμα της μαυροντυμένης γης, στέκει πάνω της υστερνά, σκεπάζοντάς την απαλά, ωσάν σινδόνη -γκροτέσκο στοιχείο λες, της ακροτελεύτιας πράξης, μιας δυνατής συγκινησιακής στιγμής έντασης, επαφής, αγάπης, πόνου ... Η τελευτή στιγμή! Φόβος της, μην το ανεμοτάραμα την πάρει και φανεί η γυμνότης!

Φτάσαμε λοιπόν στον τραγικό επίλογο. Φτάσαμε στο σημείο οπού, αναφερόμενοι στη φύση, μιλούμε πια σε παρελθόντα χρόνο. Η διά των αναμνήσεων επαναφορά της εικόνας της ή ο ευκτικός τρόπος αναφοράς της, δηλώνουν το αδιέξοδο. Δηλώνουν το άδηλο της καταστροφής...

Τώρα πια, όλα κείνα τα όμορφα που τη χαρακτήριζαν, φαντάζουν μακρυνά, αβέβαια στη σκέψη, θολά στην εικόνα. Η αγάπη για όσα φύγαν γίνεται αβάσταχτη, η ανάγκη για επαφή γίνεται επιτακτική. Ο ποιητής θρηνεί : «Να 'τανε τη σκιά τους να μου δίνανε / όταν κοντά τους θα διαβαίνω πάλι / σα μιαν αγάπη που κανείς δε μου 'δωσε / σα μια στοργή που μου 'λειψε μεγάλη» («Τα πεύκα» Λάμπρος Πορφύρας).

Κι η πληγωμένη γη, αυτή η μαυροφόρα που πατούμε, τι θα γενεί; Πολύ φοβούμαι ότι θα βιασθεί ανενδοίαστα από τους βάρβαρους τεχνοκράτες τού σήμερα. Θα γενεί τσιμέντο, θα γενεί άσφαλτος. Θα γενεί σκιά, θα γενεί φοβέρα. Το σκότος του πολιτισμού μας θα καλύψει το θαλερό, το υψηλό, το ευφρόσυνο, που πριν υπήρχε εκεί. Θα σβεστεί το όνειρο, θ' αποδιωχθεί η ελπίδα. Κι εμείς, ως μοιραίοι, ουτιδανοί κι ανήμποροι θα πεθαίνουμε ανύποπτα, σφαλερά, χωρίς να συνειδητοποιούμε την τραγικότητά μας. Οποία καταδίκη η ανάρμοστη φιλομηρία στο σκότος, στη σκωρία, στη θαμβότητα... Ποιο το ήθος στη μικρόνοια, στη φρεναπάτη, στην ενοχή, στη συνενοχή, στο άγος; Στα δύστηνα, στα φτενά και τρομώδη άνθρωπε καταπέφτεις, σε αυτά πνίγεσαι και με (για) αυτά (αργο)πεθαίνεις.

Όμως φτάνει πια, όχι άλλος θάνατος της ψυχής, όχι άλλη μακαριότητα, όχι άλλη άγνοια, όχι άλλος θάνατος. Ορθώσου..., το ανάστημά σου άνθρωπε ύψωσε και σάρωσε τα κάστρα, τις φυλακές του πολιτισμού σου...

kapetanios.2011.07..02.jpg
Φωτ.: Πένθισε για την καταστροφή άνθρωπε της θλιμμένης γης... (Πάρνηθα 2007)

Πένθησε για τη φύση άνθρωπε της θλιμμένης γης, κλάψε για το χαμό του δάσους. Θρήνησε, ξύπνησε, εξεγέρσου. Σκέψου, νοιώσε και... ορκίσου με τη φωνή της καρδιάς πως στο μέλλον δε θα επιτρέψεις να γενεί άλλο τέτοιο κακό, πως θα προστατέψεις το φυσικό αγαθό, πως θα γενείς δημιουργός ζωής, θα γίνεις φυτευτής. Θα το πονέσεις και θα το προστατεύσεις το δενδρί π' απέμεινε, κείνο που θα φυτέψεις. Θα το ποτίσεις με τα δάκρυα και τον ιδρώτα σου, θα το κοπρίσεις με τη φροντίδα και την περιποίησή σου, θα το ψηλώσεις με την ελπίδα σου. Δε θα τ' αφήσεις, δε θα το αμελήσεις, δε θα το ξεχάσεις. Θα το κάμεις δυνατό, θα το κάμεις μέγα. Για να πάρεις -μέσα από τη δημιουργική προσπάθεια- τη δύναμή του, τη θέλησή του, το κουράγιο του, και να γενείς ορθός, ...για να συνεχίσεις. Χρειάζεται ανθρώπους τέτοιους η γη μας -ιδιαίτερα σήμερα-, ανθρώπους όλο καρδιά, όλο πνοή, όλο βλέμμα. Ανθρώπους-δημιουργούς, ανθρώπους-λειτουργούς, ανθρώπους-ποιητές.

Πήγαινε κει όπου κείται το δάσος της ψυχής σου και περπάτησε στο καβουρντισμένο χώμα. Άφησε το πόδι σου να μπει βαθιά στο παχύ στρώμα της στάχτης, άφησε να σε γδάρει το αιχμηρό κλαδί του καμένου δένδρου. Νοιώσε τον πόνο της γης στο σώμα σου, στην καρδιά σου...

Νοιώσε το θάνατο που κυριαρχεί. Νοιώσε τη στέρηση, τη ζωή που εχάθη. Νοιώσε το ρόγχο της φύσης στο ζώο που καίγεται και μαρτυρικά αργοπεθαίνει. Στο δένδρο το φλεγόμενο, που κοντανασαίνει βασανιστικά. Στο φοβισμένο κτύπο μιας ανεξερεύνητης καρδιάς, που δε ξέρεις που και τίνος είναι, μα τη νοιώθεις γύρω σου παντού, να σε στοιχειώνει.

Νοιώσε το θάνατο που διαμόρφωσες με ευθύνη σου, είτε με υπαιτιότητά σου, είτε με την αδιαφορία σου, και γίνε τώρα δημιουργός ζωής.

Τη γη που μάτωσες, αυτήν ν' ασπαστείς. Να χύσεις το δάκρυ σου στο καυτερό της χώμα, να υποφέρεις από το θάνατο που ανασαίνει παντού.

Τότε θα νοιώσεις το βαρύ χρέος της δημιουργίας. Τότε θα καταλάβεις τι πα' να πει ζωή, τι εστί ελπίδα. 
       kapetanios.2011.07..03.jpg
Φωτ.: Κράτησε το χέρι σου τής καταστροφής... (γλυπτό σε κορμό καμένου δένδρου, Carved Forest, Argentina)
Το άρθρο αυτό είναι αναδημοσίευση από την εξαιρετική Ιστοσελίδα (δείτε παρακάτω ) και του εξαιρετικού επιστήμονα Αντώνιου Καπετάνιου . 

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Λαογραφία Οκτωβρίου



ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ- ΒΑΧΤΣΑΒΑΝΗΣ Π
Ο δεύτερος μήνας του φθινοπώρου. Έχει 31 ημέρες κι είναι ο πιο κατάλληλος για την καλλιέργεια και τη σπορά των χωραφιών. Ο ελληνικός λαός δίνει και τα ονόματα: Αϊ-Δημήτρης ή Αϊ-Δημητριάτης, Βροχάρης, Σποριάτης ή Σποριάς ή Σπαρτός, Μπρουμάρης (=ομιχλώδης, σκοτεινός) και Παχνιστής (από την πάχνη που πέφτει στους αγρούς). Τον θεωρεί έναν από τους μήνες κατά τους οποίους πρέπει κανείς να πίνει το κρασί ανέρωτο, γιατί τον συμπεριλαμβάνει στην παροιμία: «Όποιος μήνας έχει ΡΟ, δε θέλει στο κρασί νερό». Κατά το ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο 8ος μήνας, γι` αυτό κι ονομάστηκε Οκτόμπερ. Ήταν αφιερωμένος στον Άρη και τον παρίσταναν με μορφή κυνηγού, που έχει λαγό στα πόδια του, πουλιά πάνω απ` το κεφάλι του και ένα είδος κάδου κοντά του. Ο μήνας «των χειμαδιών» και ο γυρισμός των παραδοσιακών μαστόρων στις οικογενειακές εστίες.                 ΕΡΓΑΣΙΕΣ:                Όργωμα & σπορά σιτηρών, κριθαριού & βρώμης.                Σπορά τριφυλλιού.                Ολοκλήρωση τρύγου και παραγωγή κρασιού.                Μάζεμα φθινοπωρινών φρούτων & πατάτας.                Κάψιμο φυτών, που έδωσαν καρπούς, για να καταστρέψουν τα αυγά των εντόμων.                Κατεβαίνουν οι βοσκοί από τα βουνά στους χαμηλούς κάμπους (τα χειμαδιά).
                ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                «Η ΤΖΑΜΑΛΑ» ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ. Λέξη αραβική που σημαίνει καμήλα, μια προσωποποίηση θηλυκής οντότητας με αόριστη γονιμοποιητική σημασία. Το έθιμο αυτό, γονιμοποιητικό δρώμενο της άροσης και σποράς των αγρών, συνηθιζόταν παλαιότερα στην Θράκη, να γίνεται του Αγ. Δημητρίου στις 26/10 ή σε μια άλλη μέρα, ανάλογα με τον χρόνο σποράς, που εξαρτιόταν από τις κλιματολογικές συνθήκες.
                Για την καλή χρονιά σποράς, την παραμονή του Αϊ-Δημητρίου έκαναν την Τζαμάλα. Με ξύλα έκαμναν ένα μεγάλο σκελετό καμήλας, τον τύλιγαν με πανιά και προβιές, έβαζαν ουρά, ένα μακρύ κοντάρι για λαιμό, με κεφάλια αλόγου ή βοδιού με δόντια, το σκέπαζαν με προβιά και το στόλιζαν με χάντρες. Πάνω στην καμήλα έριχναν μακρύ χαλί, κάτω απ' αυτό έμπαιναν 4 άντρες, περπατούσαν και φαινόταν σα να περπατούσε η τζαμάλα. Πάνω της κάθιζαν ένα ψεύτικο παιδί, που το βαστούσε ο τζαμάλης, με καμπούρα και κουδούνια στη μέση του. Ύστερα από το ηλιοβασίλεμα το γύριζαν στα σπίτια με τραγούδια και γέλια… Όσοι πήγαιναν με τη τζαμάλα φορούσαν παράξενα ρούχα, με στεφάνια κληματαριών στο κεφάλι και με λαγήνια ή με κουβάδες στα χέρια για κρασί ή ούζο. Έξω από κάθε σπίτι φώναζαν: «Ε! κερά! Καλή χρονιά, καλό μπερικέτι (=εσοδεία) και πολύχρονη…». Για το έθιμο αυτό. πότε γεννήθηκε, είναι απροσδιόριστο. Μεταφέρονταν από γενεά σε γενεά. Ήταν κάτι παραπάνω από πολιτιστική εκδήλωση. Τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια.
                Σε καμιά περίπτωση δεν έβλεπες τους πρωταγωνιστές και στο κενό να σαχλαμαρίζουν. Παιζόταν όπως η αρχαία τραγωδία, Θέση και κίνηση παρόμοια με τους πρωταγωνιστές κρατούσε όλο το χωριό, που συνοδεύει την Τζαμάλα. Παιζόταν με τέτοιο τρόπο, που όλη η φιλοσοφία της Τζαμάλας αντικαθρεφτίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Το σενάριο δεν είχε στοιχεία φαντασίας. Ας εξετάσουμε το σενάριο και το ξεκίνημα της Τζαμάλας. Αρχές Οκτωβρίου, μέχρι το τέλος Οκτωβρίου όλο και ψιθυριζόταν: "Πότι θα βρέξει;" Με την πρώτη βροχή να σπείρουν. Και οι σπόροι για την εποχή ήταν, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη. Όλοι οι σπόροι αυτοί προσφέρονταν να κρατηθούν αποκλειστικά άνθρωποι και ζώα στη ζωή. Και τα ζώα δίνανε στον άνθρωπο για την εποχή όλα τα αγαθά, όπως γάλα, τυρί, το μαλλί τους για ρουχισμό, το δέρμα τους για τσαρούχια, αφού για παπούτσια λόγος δεν γίνεται και τη δύναμη τους, φυσικά, να οργώνουν τη γης, αφού η μηχανή ήταν ανύπαρκτη.
                Να, λοιπόν, πόσο ανάγκη είχαν τη βροχή! Την ημέρα κοίταζαν στον ουρανό. Αυτό το διάστημα, το βράδυ βλέπανε όνειρα για βροχή. Ο σχολιασμός συνεχής: "Πότι  θα βρέξει;" Όταν άρχιζε να βρέχει, η χαρά ήταν απερίγραπτη. Μικροί και μεγάλοι χόρευαν μες τη βροχή. Σε καμιά περίπτωση δεν μπαίνανε στις στέγες, φοβούμενοι μήπως παρεξηγηθεί ο θεός και σταματήσει η βροχή. Με το μπάσιμο στις στέγες ερμηνευόταν και αλλιώς: "Φτάνει τόση βροχή: ΣΤΟΠ". 
                Την επόμενη ημέρα από τη βροχή δε γινόταν σπορά, αφού το χώμα είναι βαρύ. Φτιάχνανε μικρά αλέτριαστα παιδιά τους, παιχνίδια, όπως τα μεγάλα, με ζυγό και βουκένια. Στη θέση για βόδια ζευόταν δύο παιδιά και το τρίτο παιδί κρατούσε το αλέτρι. Χάραζε πρώτα τετράγωνα το χωράφι, έριχνε σπόρο, κάνοντας το σταυρό του, λέγοντας: "Έλα, χριστέ και Παναγιά". Και άρχιζε να οργώνει, σκεπάζοντας το σπόρο. Ονοματίζει και τα βόδια του, δίνοντας τα ονόματα των βοδιών τους. Όλα αυτά γινόταν στην αυλή του σπιτιού με τα χαμόγελα των γονιών τους. 
                Όταν τα χωράφια φέρνανε τάβι και άρχιζε ο κόσμος να σπέρνει, η οικογένεια, κάθε πρωί που ξημέρωνε, βλέπανε πρώτα τα χωράφια των παιδιών τους. Πράγματι, μέσα στις οκτώ ημέρες φύτρωνε το ευλογημένο. Εδώ η χαρά δεν περιγράφεται. Το άροτρο έως το 1920 παραμένει το πρωτόγονο σίδηρο. Έχει μόνο στη μύτη το υνί, λεγόμενο, να σκίζει τη γης. 
                Οι πάντες σπέρνουν. Υπάρχουν φτωχοί και το περισσότερο χωριό δεν έχουν ζευγάρια. Η αιτία, ο πόλεμος, τα σεφέρ (μπεηλίκι). Οι πάντες, αυτοί που γλίτωσαν από τον πόλεμο, αισθάνονται την υποχρέωση να διακόψουν τη δική τους σπορά, να βοηθήσουν και τα θύματα. Το φιλότιμο και η ανθρωπιά είναι αναλλοίωτα. Ο μοναδικός τους στόχος είναι το πως θα κρατηθεί η κοινωνία τους στη ζωή. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, μαζί με τη σπορά, παρακολουθώντας να βγάζουν όλοι σπόρο στο χωράφι.
                Έτσι ερμήνευαν τη σπορά.
                Αμέσως στο ίδιο καθήκον επαγόταν η ΤΖΑΜΑΛΑ.
                Τη θεωρούσαν προσευχή. Αμέσως σχηματιζόταν επιτροπή. Με σοβαρότητα συνεδρίαζε, εξέταζε ένα -ένα τα σπίτια του χωριού. Εάν έβγαζε σπόρο, αυτό ερμηνευόταν. Έστω και ένα στρέμμα να έσπερνε το κάθε σπίτι, η Τζαμάλα έπρεπε να παίξει. Τότε η επιτροπή, το δεύτερο μέτρο, προσδιορίζει την ημέρα που θα παίξει. Τρίτο, ποιοι θα αποτελούν το θίασο. Εδώ πρόσεχαν πολύ, κάνοντας συζήτηση με όλους. Αυτοί που θα προταθούν, να έχον την έγκριση από όλο το χωριό. Τα πρόσωπα που θα απαρτίζουν το θίασο, οι πρωταγωνιστές, να είναι δοκιμασμένα άτομα. Αυτό είχε μεγάλη σημασία για την επιτυχία της Τζαμάλας. Παιζόταν ένα σοβαρό δράμα..
                Αφού γινόταν η επιλογή των ατόμων και η ημερομηνία, ο τόπος της συγκέντρωσης οριζόταν πάντα στην άκρη του χωριού και έξω από το χωριό. Διαφορετικά δε γινόταν, αφού εσώκλειστος χώρος δεν υπήρχε για την εποχή. Και εάν τον είχε ήταν δύσκολο να χωρέσει ένα χωριό μικρούς και μεγάλους, συν αυτά στη μέση. χρειαζόταν μεγάλη αλάνα για να γίνει η πρόβα. Και γι' αυτό, επιλέγονταν υπαίθριος χώρος. 
                Η συγκέντρωση του κόσμου γινόταν την ώρα που σκοτείνιαζε. Οι απαιτούμενες ενδυμασίες, κουδούνιαμεγάλα, όπλο κλπ, όπως ανέφερα παραπάνω, χρειαζόταν την έγκριση 100% των κατοίκων. Τυχόν παρεξήγηση δεν επιτρεπόταν σε καμιά περίπτωση. Εάν γίνει και παιχτεί δεύτερος θίασος Τζαμάλα, αυτό είχε επιχειρηθεί στο παρελθόν, πολύ παλιά και είχε γίνει φόνος, μεγάλο κακό. Θεωρούνταν γελοιοποίηση της λειτουργίας. 
                Το έθιμο της Τζαμάλας πρέπει να έρχεται σίγουρα από τα βάθη των αιώνων. Αυτό φαίνεται από όλες τις θέσεις και αντιδράσεις, όταν ανακάλυψαν το σίδηρο και βάλανε το δόρυ στο τόξο, όπως και το υνί, τη μύτη στο άροτρο, δίνοντας τη δυνατότητα να σκίζει το χώμα, σκεπάζοντας πολύ σπόρο. Και βλέποντας οι άνθρωποι την παραγωγή, με τη χαρά τους άρχιζαν να πανηγυρίζουν.
                Ακόμα και τα ενδύματα που φοράνε, δέρματα, προβιές και γούνες από ζώα.
                Ο θίασος αποτελούνταν και παιζόταν από τρία άτομα ήταν οι πρωταγωνιστές.
                Πρώτος, ένα νέος υψηλός, λεβέντης. Αυτός φορούσε τη γούνα στο κεφάλι, καπέλο με δέρμα, στα πόδιατσαρούχια, στη μέση κουδούνια κρεμασμένα, λεγόμενος Τζαμαλάρης.
                Δεύτερο πρόσωπο, πάλι νέος, κοντότερος άνδρας. Ντύνεται προσποιείται τη γυναίκα.
                Ο εγωισμός του και η ζήλια δεν τον αφήνουν. Το επαναλαμβάνει με πιο άγριες διαθέσεις. Στις δύο - τρεις το ίδιο επαναλήψεις, αφού η Γκαντίνα του γυρίζει την πλάτη, τότε επεμβαίνει ο Τζαμαλάρης. Τον απωθεί, σπρώχνοντάς τον με δύναμη. Παρά λίγο να πέσει. Ο κόσμος φωνάζει "ο. ο ..Γκια Τζαμάλα, Γκια". 
                Τώρα ο γέρος γίνεται κάτι άλλο, ρεζίλι. Χάνει τον έλεγχό του, κατεβάζει το όπλο του από την πλάτη. Το ανοίγει, όμως δεν έχει σφαίρες να σκοτώσει τον Τζαμαλάρη. Οι νέοι χορεύουν αδιάκοπα. Ο γέρος καμπουριαστά πλησιάζει προς τους νοικοκυραίους, λέγοντάς τους με άγρια και δυνατή φωνή, προτάσσοντας τους το όπλο: "Βάλτε μέσα στο όπλο μου σφαίρα, βάλτε". Αυτοί απαντούν: "Δεν έχομι". Αυτός φωνάζει: "Βάλτε σφαίρα". 
                Στην επιμονή του γέρου βγάζει ο νοικοκύρης από την τσέπη του επιδειχτικά μια σφαίρα, τη βάζει μέσα στο όπλο. Όπως το κρατά ο γέρος και με αργά βήματα, κορδωμένος, σαν να έλεγε: "Τώρα εγώ θα σας δείξω", παίρνει θέση γονατιστός και σκοπεύει.
                Η Γκαντίνα μπαίνει μπροστά στον Τζαμαλάρη, κάνει προστατευτικό τείχος να τον προφυλάξει από τη σφαίρα. Ο γέρος με διάφορες κινήσεις και ελιγμούς προσπαθεί να ξεγελάσει την Γκαντίνα. Και το πετυχαίνει, κερδίζοντας παιδιού βολές. Πατά τη σκανδάλη. Το όπλο δεν παίρνει φωτιά.
                Ο γέρος εξοργίζεται. Κατάλαβε ότι ο νοικοκύρης του έβαλε άδεια σφαίρα μέσα στο όπλο του. Και στην επιμονή του, για δεύτερη φορά εντονότερα, του βάζει πάλι σφαίρα. Επαναλαμβάνονται ίδιες οι κινήσεις, όπως και στην πρώτη φορά.
                Τώρα, με αυτόν τον πυροβολισμό ο νέος πέφτει κάτω νεκρός.
                Η Γκάιντα σταματά να παίζει. Φωνή δεν ακούγεται. Νεκρική σιγή. Η Γκαντίνα σπαράζει από κλάματα επάνω στο πτώμα του συντρόφου της. Ο Γέρος παίρνει βαθιά ανάσα και με ανάσα και με αργά βήματα, κορδωμένος, προχωρεί. Αρπάζει την Γκαντίνα με ορμή με δύναμη από το μπράτσο. Την έσυρε έως έξω από την αλάνα, σπρώχνοντας την με δύναμη στο περιθώριο. 
                Γυρίζει πίσω, φέρνει βόλτα, τριγυρίζει γύρω από το πτώμα του Τζαμαλάρη, βλέποντάς τον με επιφύλαξη εάν είναι ζωντανός ή πεθαμένος. Τον σκουντά με το πόδι, μήπως κουνηθεί. Και αφού πείθεται ότι είναι νεκρός, τότες τον αρπάζει από το πόδι και με το ένα χέρι τραβά το μαχαίρι το από το ζωνάρι. 
                Γυρίζει το κεφάλι του προς τους νοικοκυραίους και με ζωηρή φωνή ρωτά: "Θα τον γδάρω το τομάρι το. Πώς το θέλετε, προβιά να γίνει ή τουλούμι να βάλετε τυρί;" Ο νοικοκύρης με τη γυναίκα του ανταλλάσσανε γνώμη πώς το θέλουν. Επικράτησε η γνώμη της γυναίκας και αποκρίνονται φωναχτά: "Προβιά το θέλουμε, να καθόμαστε". Και τον γδέρνει. Πάλι ο γέρος τους ξαναρωτά εάν έχουν σκυλιά ή όχι. Απάντηση ήταν: "Έχουμε". Και οπότε ο γέρος φωνάζει τα σκυλιά, λέγοντας: "ω. ω. ω καραμάν".
                Δεν πρόλαβε, όμως, να τον σβαρνίσει από το πόδι. Πετιέται ο νέος, ανασταίνεται, αρπάζει το γέρο σαν σκουπίδι, τον απώθησε κλωτσώντας τον έξω από την αλάνα. Άρχισαν ζητωκραυγές, η Γκάϊντα να παίζει.
                Παρουσιάζεται η Γκαντίνα, δίπλα στον Τζαμαλάρη και χορεύοντας ξεκινούν για το επόμενο σπίτι. Τότε και ο νοικοκύρης, όπως σταματά χαρούμενος με τη γυναίκα του, περνούν από μπροστά οι παραλήπτες, που παίρvουv το δικαίωμα σέρνοντας το γαϊδούρι που κουβαλά το σιτάρι, λέγοντας: "Και το χρόνο με υγεία".
                Είναι αλήθεια πόσο σωστή είναι η φιλοσοφία της Τζαμάλας. Εξετάζοντας τα πλάνα του θιάσου, πως είναι δυνατόν ο γέρος να σκοτώνει το νέο και αυτός να ανασταίνεται; Δείχνει καθαρά ότι το νέο, η πρόοδος, η εξέλιξη δεν πεθαίνει. Συνεχίζοντας η Τζαμάλα το γύρο στο χωριό, τύχαινε σε σπίτι που ο νοικοκύρης δεν έβγαζε σπόρο για διάφορους λόγους, η Τζαμάλα σε καμιά περίπτωση δεν έπαιζε. Υπήρχε σεβασμός, με την έννοια ότι δε θα 'ταν καλό στην παραγωγή. Παρόλα, η Τζαμάλα έφερνε ένα γύρο μες την αυλή. Με την είδηση: "δεν έσπειρε", οι πάντες αποχωρούσαν με σεβασμό. 
                Στην αντίθετη περίπτωση, όταν ο νοικοκύρης έβγαζε σπόρο και δε δεχόταν να παίξει η Τζαμάλα προσωπικά, σε καμία περίπτωση δεν τολμούσε να πει ότι: "Εγώ, φερειπείν, δε θέλω να παίξει η Τζαμάλα στο σπίτι μου". 
                Αντιδρούσε διαφορετικά. Δήθεν ότι δεν είναι κανείς στο σπίτι. Σώνει και καλά ότι απουσίαζαν. Ήταν δύσκολα να αρνηθεί κανείς, γιατί είχε να αντιμετωπίσει την οργή όλου του κόσμου.
Και δεύτερο, είχε να εισπράξει ταπεινωτικές ενέργειες, όπως πρώτον: ανατροπή του κάρου του επάνω στη σορό, στην κοπριά ή στη σορό τα πουρνάρια, που χρησίμευαν για καψόξυλα στο φούρνο. Και αυτό ήταν δύσκολο να το κατεβάσει, γιατί ήταν αναποδογυρισμένο οι τέσσερις ρόδες προς τα πάνω, σατιρίζοντας δήθεν, έχουν κάνει αερόμυλο.
                Αυτή η πράξη της ανατροπής του κάρου γινόταν μεγάλη πλάκα, γέλια. Όπως το κάρο είναι αναποδογυρισμένο στη σορό επάνω, άλλοι γύριζαν τις ρόδες φωνάζοντας: "Άντε χωριανοί, ο μύλος βγάζει ψιλό αλεύρι, ελάτι να αλέσιτι". Γέλια πολλά και την επόμενη ημέρα ακόμα γελούν σχολιάζοντας.
                Με το τέλος της Τζαμάλας το σιτάρι το πουλάν. Τα λεφτά που παίρνουν την πρώτη Κυριακή ορίζουν γλέντι στην πλατεία του χωριού. Χορός, τραγούδια, ευχές, καλή χρονιά, καλή σοδιά και το χρόνο με υγεία.
                Την Τζαμάλα οι παλιοί την πήγαιναν και την έπαιζαν στην πατρίδα και σε διπλανά χωριά, ακόμα και στα τούρκικα. Ντύνονταν Τζαμάλα μέχρι και ηλικιωμένοι πενηντάρηδες. Άλλοι μάζευαν "το δίκιο", στάρι που τους έδιναν οι νοικοκυραίοι για το παίξιμο παν στο γαϊδούρι.
 

                Κατά την τελετουργική περιφορά της, μάλιστα, τραγουδούσαν το ακόλουθο ελληνοτουρκικό τραγούδι, που διεκτραγωδεί την ασθένειά της και την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται:       Βερίριμ σαμανί, γεμές (της δίνω άχυρο, δεν τρώγει)
Μπεν τσεκέριμ, ο γκελμές (την τραβώ, δεν έρχεται)
Τζαμάλα, τζαμάλα, χούντισι (εμπρός)
Ντι -ντίλι, μάντιλι, ντι -ντίλι,
τση τζαμάλας το παιδί
έβγαλε κακό στο φτι (ή έκαμε κακό στο φτι)
και γυρεύ' να παντρευτεί!
Μπεν τσεκέριμ γετελέ (εγώ τραβάω στο κρεβάτι)
μπου γκιντίορ χεντεγιά (αυτή πηγαίνει στο χαντάκι)
Τζμάλα, τζαμάλα, χούντσισί (εμπρός)
 

                Αφού έκαμναν το γύρο του χωριού έπαιρναν τα όργανα και διασκέδαζαν στο καφενείο ως το πρωί.
                Σήμερα το έθιμο συνηθίζεται σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, κυρίως τις Απόκριες. 
                ΓΙΟΡΤΕΣ:                    12 ΟΚΤΩΒΡΗ (1944). Η απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς.
                
ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (26/10). Η γιορτή αυτή θεωρείται ορόσημο του χειμώνα και συνδυάζεται με του Αγ. Γεωργίου στις 23 Απριλίου. Στο γεωργικό καλαντάρι οι 2 αυτές γιορτές αποτελούν τις χρονικές τομές που χωρίζουν το έτος σε 2 ίσα μέρη, στο χειμερινό και το θερινό εξάμηνο αντίστοιχα. 
                28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ (1940). Η επέτειος του «ΟΧΙ» στο φασισμό.
                ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες, οκτώ σακιά δε γέμισες».
                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες, τρία καλά δεν έκαμες».
                «Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη, έχει οκτώ σειρές στ' αλώνι».
                «Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια».
 
Λαογραφικά του μηνός Οκτωβρίου http://oiax.blogspot.com/
«Τα ξημερώματα ο Μηνάς σηκώθηκε.
Άδεια ήταν ακόμη η κουβέρτα κι ο καιρός είχε δροσίσει.
Η μέρα όμως προμηνούσε καλή.
Αηδημητριάτικο καλοκαίρι. Ο πιο καλός καιρός.
Και δροσιά κι ο ουρανός καθαρός κι οι νύχτες γλυκειές κι ήρεμες.»
(Μηνάς ο Ρέμπελος, Κωστή Μπαστιά)


Ο Οκτώβριος είναι ο δέκατος μήνας του Γρηγοριανού (νέου) ημερολογίου. Στο πρώιμο Ρωμαϊκό ημερολόγιο -όταν το έτος ξεκινούσε την 1η Μαρτίου- ήταν ο 8ος μήνας και εκεί οφείλει το όνομά του (από το λατινικό octo). Στο Αττικό ημερολόγιο ήταν ο τέταρτος μήνας και λεγόταν Πυανεψιών ή Πυανοψιών. Ονομαζόταν έτσι γιατί τότε γιορτάζονταν τα «Πυανέψια» ή «Πυανόψια» προς τιμήν του Απόλλωνα, της Σκιράδας Αθηνάς και αργότερα προς τιμή του Διονύσου. Με τις γιορτές αυτές ευχαριστούσαν τους θεούς για την καρποφορία και την ευφορία της γης. Ο Οκτώβριος είναι ο μήνας της φθινοπωρινής σποράς. Γι’αυτό οι Ρωμαίοι του έδιναν και ένα άλλο όνομα, τον έλεγαν Sementilius (απ’το semen που σημαίνει σπόρος).
Ο λαός μας τον λέει ακόμη Σπαρτό, Αγιοδημήτρη ή Αγιοδημητριάτη απ’τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, Γυμνωτή γιατί γυμνώνονται τα βουνά απ’την παρουσία των τσοπάνηδων και των ζωντανών τους, Παχνιστή από την πάχνη που πέφτει στους αγρούς και Βροχάρη.
Τα πρωτοβρόχια είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τη σπορά.
Στην Κω μόλις άρχιζαν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες, ξεχύνονταν στο δρόμο τα παιδιά, πιάνονταν χέρι χέρι και χορεύοντας τραγουδούσαν:

Ψιχαλίζει, λίζει, λίζει,
και το μάρμαρο ποτίζει
κι η νονά μου κοσκινίζει
να μου κάνει το κουλούρι
να το βάλω στο πιθάρι
να το φάω το Γενάρη.

Για τη σπορά, το θρησκευτικό σημάδι του χρόνου είναι η Κυριακή του Σπορέως (14/10 για το 2007), όπου διαβάζεται στην εκκλησία η παραβολή του Σπορέως (Λουκά η΄ 5-15). Ένα άλλο σημαντικό σημάδι του χρόνου μέσα στον Οκτώβριο είναι η γιορτή του αγίου Δημητρίου στις 26 του μήνα που μαζί με τη γιορτή του αγίου Γεωργίου στις 23 Απριλίου αποτελούν για τους κτηνοτρόφους τα δύο συνόρατα του χρόνου. Χωρίζουν, δηλαδή, το κτηνοτροφικό έτος σε δύο εξάμηνα, το θερινό και το χειμερινό. Γι’αυτό και στις γιορτές αυτές αρχίζουν και τελειώνουν οι συμβάσεις και οι άλλες συμφωνίες μεταξύ τους, αλλά και με τους γεωργούς.
Ανήμερα της γιορτής γίνεται και το άνοιγμα των κρασιών και η δοκιμή τους με την ευχή «καλόπιοτο» ή «και του χρόνου».
Καλοκαιράκι του Αγ. Δημητρίου» ο λαός μας ονομάζει τις λίγες μέρες κοντά στη γιορτή του Αγίου, όπου ο καιρός είναι σαν καλοκαιρινός. Αυτή η καλοκαιρία χρειάζεται για το όργωμα και συμβολική εγγύησή της είναι τα χρυσάνθεμα (ή αγιοδημητριάτικα).
Μια κυπριακή παράδοση λέει για τα χρυσάνθεμα: «Ο Οκτώβρης περιπλανιόταν στη γη και μοιρολογούσε για τα χαμένα λουλούδια και για τα φύλλα των δέντρων που πέφτανε στη γη, καθώς και για τις ζεστές ημέρες που χάνονταν και για τα σύννεφα που μαζεύονταν στον ουρανό. Τα χρυσάνθεμα τότε παρακάλεσαν τον Θεό να κάμει καλωσύνες γι’αυτά και να τ’ αφήσει ν’ανθίζουν όλον τον Οκτώβρη. Τ’ακουσε ο Θεός και τα’αφησε κοντά του, κι έτσι στην Κύπρο τα λένε Οκτωβρούδες».
Για το μήνα Οκτώβριο λέγονται οι εξής παροιμίες:
«Οκτώβρη και δεν έσπειρες
οκτώ σωρούς δεν έκαμες».
«Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη,
έχει οκτώ σειρές στ' αλώνι».
«Τ’ Αη-Λουκά σπείρε τα κουκιά».
«Αη-Δημητράκη μου, Μικρό Καλοκαιράκι μου».

Το παρόν κείμενο αντεγράφη αυτούσιο από την σελίδα :
http://users.sch.gr/babaroutsoup/today/ethima/laografiaf.htm#Λαογραφία_Οκτωβρίου

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Σεπτέμβρη Λαογραφία


ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ΒΟΗΔΡΟΜΙΩΝ  Ν. ΒΑΡΔΙΑΜΠΑΣΗΣ
Αττικός μην 15 Σεπτεμβρίου – 13 Οκτωβρίου και αρχή της… ΙΝΔΙΚΤΟΥ
Ο Σεπτέμβριος -Τρυγητής- παράγεται απ' τη λατινική Septem (=επτά). Ηταν ο έβδομος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου, τότε που ο χρόνος άρχιζε από τον Μάρτη Στη συνέχεια έγινε ο πρώτος του έτους. Μετά ο ένατος (!). Μην των συνεχών αλλαγών και των… μετακομίσεων.
Η πρώτη Σεπτεμβρίου -Πρωτοσταυριά- ορίστηκε από το 313 μ.Χ. ως αρχή των θρησκευτικών δεκαπεντάχρονων περιόδων της λεγόμενης Ινδίκτου. Η Ινδικτος ή Ινδικτιώνα, που παράγεται απ' τη λατινική indictio (= έκτακτη φορολογική εισφορά), ορίσθηκε ως η δεκαπενταετής εκκλησιαστική περίοδος (αυτό είναι το εκκλησιαστικό έτος). Οι αρχιερείς, με την παροιμιώδη προβλεπτικότητά τους, καθόριζαν τις εορτές και τις εισφορές για τις ανεγέρσεις ναών ανά 15ετία. Τις Ινδικτιώνες τις καθιέρωσαν οι Αγιοι Πατέρες – επηρεασμένοι από τους Ρωμαίους – για φορολογικούς κυρίως σκοπούς.
Βοηδρομιών, -ώνος Βοηδρομιών σημαίνει τρέχω (=θέω) προς τη Βοή. Κάποιος Βο-άει ή Γο-άει: φωνάζει δυνατά και εγώ…θέω: δρομέω: τρέχω προς τη βοή ως… Βοη-θός για να προσφέρω Βοή-θεια. Ο Θησεύς πρόσφερε βοή-θεια εναντίον των Αμαζόνων. Και οι Αθηναίοι ονόμασαν Βοηδρομιώνα τον τρίτο μήνα του έτους τους, εις ανάμνησιν. Διόνυσος – Λειδινός. Παλαιότερη ανάμνηση όμως και απ' τα Βοη-δρόμια ήταν η κηδεία του Διόνυσου – Λειδινού, ενός ντυμένου ανδρεικέλου σε φυσικό μέγεθος, με υπερμεγέθη φαλλό και όρχεις, που γίνεται κάθε 14 Σεπτεμβρίου στην Αίγινα.
Την Πρωτοσεπτεμπριά οι αγρότες "καλούσαν" με διάφορους τρόπους και τεχνικές που θυμίζουν αρχαία θεσμοφόρια, το "πνεύμα της βλαστήσεως". Ο σπόρος που ήταν προορισμένος για την σπορά «στέλλεται εις την εκκλησίαν διά να ευλογηθεί». Στην Κω κρεμούν στο εικονοστάσι το σύμβολο της "Αρκιχρονιάς": μια αρμαθιά από ρόδι, σταφύλι, κυδώνι, σκόρδο και φύλλο από τον πλάτανο του Ιπποκράτη.
Τρυγητής «Η πρώτη ημέρα του (Σεπτέμβρη) Τρυγητή χαιρετιζόταν στη Θράκη κ.α. διά τυμπάνων και ασμάτων. Οι ληνοί συνοδεύονταν δι' ομάδων ορχουμένων και αδόντων… Την νύχτα παρέες προσωπιδοφόρων εν τυμπάνοις και αλαλαγμοίς τρέχουν στους δρόμους…». Τα δρώμενα αυτά θυμίζουν αρχαία Οσχοφόρια στα οποία νέοι φορώντας στεφάνια από κλαδιά αμπέλου (όσχους) ξεκινούσαν από τον ναό του Διονύσου πηγαίνοντας προς τους αμπελώνες και τα πατητήρια.
Εορτές: Του Αγίου Μάμαντος (2 Σεπτεμβρίου): Είναι άγιος βοσκός. Γίνονται θυσίες αμνών στα ξωκλήσια του. «… Προσέχοντας το αίμα να τρέξει μες στ' αυλάκι το νερό, που βγαίνει κάτω από το ιερό της εκκλησίας». (Σκύρος)
Το Γενέθλιον της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου): Της Παναγίας της Αποσοδειάς (Αιτωλία), της Καρυδούς (Καστοριά)
Της Υψώσεως του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου): Την ημέρα αυτή κηδεύουν και θρηνούν στην Αίγινα με μιμική παράσταση και με αποχαιρετιστήριο ύμνο τον Διόνυσο – Λειδινό: ένα ντυμένο ανδρείκελο με υπερμεγέθη φαλλό, σύμβολο της γονιμότητας καθώς του τραγουδούν: «Φεύγεις, πάεις, Λειδινέ μου,/ τσ' εμάς αφήνεις κρύους,/ πεινασμένους, διψασμένους/ τσ' όχι λίγο μαραμένους/ Λειδινέ μου, Λειδινέ μου!/ Πάλι θα 'ρθης Λειδινέ μου,/ με του Μάρτη τις δροσιές,/ με τ' Απρίλη τα λουλούδια/ τσαι του Μάη τις δουλειές/ Λειδινέ μου, Λειδινέ μου» [Π. Ηρειώτη, Λαογρ. Η (1921), σ. 289] Πηγή άρθρου : βλέπετε παρακάτω. 

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Ενα σούπερ-ζιζάνιο καρφώνει τη Monsanto


Πριν από δύο δεκαετίες, η Monsanto, η μεγαλύτερη πολυεθνική γεωργικής βιοτεχνολογίας στον κόσμο, κατασκεύασε γενετικά τροποποιημένους (γ.τ.) σπόρους που μπορούσαν να αντιστέκονται στο ισχυρό ζιζανιοκτόνο Ράουνταπ, που επίσης ήταν δικό της παρασκεύασμα με σχεδόν καθολική χρήση για τις ανάγκες καθαρισμού των ανά την υφήλιο γεωργικών καλλιεργειών.
Γεωργοί σε απόγνωση ψεκάζουν με glyphosate για να σώσουν τη σοδειά τους. Ακόμα και με τα δυνατά ζιζανιοκτόνα δεν είναι σίγουροι για το αποτέλεσμα.Γεωργοί σε απόγνωση ψεκάζουν με glyphosate για να σώσουν τη σοδειά τους. Ακόμα και με τα δυνατά ζιζανιοκτόνα δεν είναι σίγουροι για το αποτέλεσμα.Εκτάσεις εκατομμυρίων στρεμμάτων κυρίως με καλλιέργειες καλαμποκιού, σόγιας, βαμβακιού, ρυζιού και δημητριακών σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούσαν το ζιζανιοκτόνο και τους γ.τ. σπόρους που του αντιστέκονταν, αγοράζοντάς τα από τα ράφια της Monsanto.
Το κίνητρο ήταν ισχυρότατο: ο αγρότης δεν θα ανησυχούσε πλέον για τα ζιζάνια που του κατέτρωγαν τις σοδειές. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να καταβρέχει με Ράουνταπ τα φυτά του, και κάθε παράσιτο θα εξαφανιζόταν πλην του ίδιου του ψεκασμένου φυτού, που ήταν γ.τ. να αντιστέκεται στο δηλητήριο. Για τους αγρότες ήταν μια εκπληκτική λύση. Ετσι, τα γ.τ. φυτά και το ισχυρό τοξικό ζιζανιοκτόνο που πήγαινε πακέτο μαζί τους έφερναν ετήσια κέρδη πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια στη Monsanto, μεγιστοποιούσαν τη γεωργική παραγωγή, και κάλυπταν μεγάλες εκτάσεις καλλιεργειών, που -για παράδειγμα- στις ΗΠΑ μόνο, άθροιζαν το 94% της συνολικής παραγωγής σόγιας και το 70% της παραγωγής καλαμποκιού και βαμβακιού. Τα λεγόμενα «φυτά Ράουνταπ-έτοιμα» κάλυψαν σαν κουβέρτα την αμερικάνικη αγροτική γη, σκεπάζοντας πάνω από 500.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα καλλιεργειών.
Σήμερα, τα πράγματα άλλαξαν. Λέγεται ότι άλλαξαν τόσο ώστε συνιστούν τη μεγαλύτερη αλλαγή στη ιστορία της γεωργίας. Και, δυστυχώς, άλλαξαν προς το χειρότερο (για όλους). Τα «φυτά Ράουνταπ-έτοιμα» συναντούν πλέον στους αγρούς και «ζιζάνια Ράουνταπ-έτοιμα». Περισσότερα από 20 είδη ζιζανίων σε συνολική έκταση 60 εκατομμυρίων στρεμμάτων σε ΗΠΑ και Λ. Αμερική, μετά από είκοσι χρόνια συνεχούς ραντίσματος με το ίδιο φάρμακο, έχουν αναπτύξει δικούς τους μηχανισμούς άμυνας, και είναι άτρωτα. Το χειρότερο, η γύρη τους μεταφέρει το γονίδιο αντίστασης, μεταδίδοντάς το και στα φυτά που δεν έχουν ψεκαστεί. Επίσης, τα νέα μεταλλαγμένα ζιζάνια είναι ισχυρότερα από τα προηγούμενα, μεγαλύτερα και καταστροφικότερα.
Φυσικά, το πρόβλημα είχε προβλεφθεί, διότι και οι πρωτοετείς της γεωπονίας ξέρουν ότι τα οικοσυστήματα προσαρμόζονται στις μεταβολές. Το ήξερε και η Monsanto. Οι αγρότες, όχι. Ή απλά τούς παραπλανούσαν. Θέλοντας να αντιμετωπίσει τον κινεζικό ανταγωνισμό, η Monsanto δαπάνησε 150 εκατομμύρια δολάρια το 2010 για να προωθήσει τις πωλήσεις του Ράουνταπ και το κατάφερε, αυξάνοντάς τες κατά 57% στο πρώτο τρίμηνο του 2011. Γνωρίζοντας φυσικά το πρόβλημα της προσαρμογής των ζιζανίων, αλλά πετυχαίνοντας κέρδη 700 εκατομμυρίων δολαρίων.
Πίσω στα χωράφια, οι γεωργοί συνεχίζουν τα σφάλματα. Παρασκευάζουν κοκτέιλ ζιζανιοκτόνων με υψηλή τοξικότητα, που όμως δεν φαίνεται να εμποδίζουν την εξάπλωση των υπερ-ζιζανίων. «Το πρόβλημα καλπάζει», γράφτηκε σε εφημερίδα του Σεντ Λιούις, καθώς «η προσαρμογή των νέων ειδών ζιζανίων γίνεται ταχύτερα και δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσει η επιμόλυνση μέσω της μεταφοράς γύρης». Για τη Monsanto όλα αυτά δεν είναι παρά το άνοιγμα νέων πεδίων έρευνας και εμπορικής εκμετάλλευσης -αυτή τη φορά θα είναι νέοι γ.τ. σπόροι που θα ανθίστανται στα superweeds, «προκαλώντας νέο γύρο επιχειρηματικής κερδοφορίας και περιβαλλοντικής καταστροφής».
Οι γεωπόνοι έχουν σκύψει στα μικροσκόπιά τους αναζητώντας εναλλακτικές στρατηγικές προστασίας των καλλιεργειών. Διότι, στο μεταξύ, οι γ.τ. σπόροι και τα συνοδευτικά ζιζανιοκτόνα τους αποδεικνύονται, εκτός από ανίσχυρα, και επικίνδυνα για την δημόσια υγεία: η ακαδημαϊκή έρευνα έχει από χρόνια διαπιστώσει την επικινδυνότητα των ευρέως χρησιμοποιούμενων ζιζανιοκτόνων (του Ράουνταπ και του ενεργού συστατικού του glyphosate), γεγονός που υποτιμήθηκε. Σήμερα, υπό τη βαριά σκιά των superweeds, η επιστημονική κοινότητα υποχρεώνεται να ξανακουβεντιάσει για τη χρησιμότητα της βιοτεχνολογίας και των γ.τ. οργανισμών. Αυτή την φορά, σοβαρά.
http://www.enet.gr/?i=news.el.ecoenet&id=304869

Enhanced by Zemanta